Η σύγκρουση Ισραήλ – Χαμάς, η «εχθρική οντότητα» και η «τελική λύση»/The Israel-Hamas Conflict, the concept of “hostile entity” and the “final solution”

https://www.academia.edu/108872456/%CE%97_%CF%83%CF%8D%CE%B3%CE%BA%CF%81%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B7_%CE%99%CF%83%CF%81%CE%B1%CE%AE%CE%BB_%CE%A7%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CF%82_%CE%B7_%CE%B5%CF%87%CE%B8%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%BF%CE%BD%CF%84%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%B7_%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%BB%CF%8D%CF%83%CE%B7_The_Israel_Hamas_Conflict_the_concept_of_hostile_entity_and_the_final_solution_?fbclid=IwAR3qW72jndVs93QfGmFXIwRBaTf50ZfqUbV_ONdGiRiocJ0YmFF60FftH8U

Η τουρκική πολιτική έναντι των πυρηνικών: μία ερμηνευτική ιστορικο-πολιτική προσέγγιση/Turkish policy towards nuclear weapons: an interpretative historical, political approach

https://www.academia.edu/97267366/%CE%97_%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%BA%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9_%CF%84%CF%89%CE%BD_%CF%80%CF%85%CF%81%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD_%CE%BC%CE%AF%CE%B1_%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%AD%CE%B3%CE%B3%CE%B9%CF%83%CE%B7_Turkish_policy_towards_nuclear_weapons_an_interpretative_historical_political_approach

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (book excerpt)

https://www.academia.edu/94477561/%CE%A4%CE%91_%CE%91%CE%99%CE%A4%CE%99%CE%91_%CE%A4%CE%9F%CE%A5_%CE%A8%CE%A5%CE%A7%CE%A1%CE%9F%CE%A5_%CE%A0%CE%9F%CE%9B%CE%95%CE%9C%CE%9F%CE%A5

Εξωτερική πολιτική, ορθολογισμός και κοινή γνώμη: θεωρία και εφαρμοσμένη πολιτική / Foreign Policy, rational acting and public opinion: from theory to applied foreign policy

George Voskopoulos

https://www.researchgate.net/publication/368874249_Exoterike_politike_orthologismos_kai_koine_gnome_theoria_kai_epharmosmene_politike_Foreign_Policy_rational_acting_and_public_opinion_from_theory_to_applied_foreign_policy

Ο αμερικανικός παράγοντας στη διαμόρφωση των Ευρω-ρωσικών σχέσεων: τα ελληνικά διλήμματα

ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ-ΤΕΥΧΟΣ 14, 2005

Γ. ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟΣ

Περίληψη:  Η σταδιακή επανάκαμψη της Ρωσίας στη διεθνή πολιτική τον 21ο αιώνα κατέστησε αιχμή του δόρατος της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής την ενεργειακή πολιτική και δημιούργησε νέα γεωστρατηγικά δεδομένα στις ευρω-ρωσικές σχέσεις. Η προσέγγιση Βρυξελλών – Μόσχας έλαβε χώρα υπό το βάρος της αμερικανικής προσπάθειας αποτροπής ανάδειξης νέων πόλων ισχύος στο διεθνές σύστημα και υπερκάλυψης των προσπαθειών ενίσχυσης της πολυπολικότητας. Η αμερικανική πολιτική ανάσχεσης της ρωσικής επιρροής και η αδυναμία της ΕΕ να καθορίσει αυτοτελώς το στρατηγικό πλαίσιο των σχέσεων της με τη Μόσχα συνιστά πρόκληση για την ελληνική εξωτερική πολιτική.     

Λήμματα: Αμερικανική εξωτερική πολιτική, αμερικανο-ρωσικές σχέσεις, Ρωσία, Ευρώπη, στρατηγική ανάσχεσης, ευρω-ρωσικές σχέσεις, ελληνο-ρωσικές σχέσεις. 

Εισαγωγή

Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η ασφάλεια της Ευρώπης θεμελιώθηκε θεσμικά και στρατηγικά στα πλαίσια της Ατλαντικής Συμμαχίας καθώς οι ΗΠΑ κατέστησαν ο πλέον αξιόπιστος σύμμαχος των Ευρωπαίων αλλά και εγγυητής της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Οι Αμερικανοί επένδυσαν στρατηγικά στην ανοικοδόμηση της γηραιάς ηπείρου και κατέστησαν de facto ευρωπαϊκή δύναμη λόγω του ειδικού ρόλου τους στα ευρωπαϊκά δρώμενα. Το πλαίσιο αυτό θεμελίωσε μία σχέση ασύμμετρης αλληλεξάρτησης μεταξύ των δύο στρατηγικών εταίρων και υπαγόρευσε σε σημαντικό βαθμό τις προτεραιότητες της Ευρώπης στο πεδίο της ασφάλειας και άμυνας.

Με την αποδόμηση του Σοβιετικού συνασπισμού ο διεθνής πολιτικός στίβος απώλεσε ένα παράγοντα εξισορρόπησης ισχύος σε επίπεδο διεθνούς συστήματος. Από πλευράς ΗΠΑ εκτιμήθηκε ότι «με την αποδόμηση της Σοβιετικής Ένωσης η χώρα δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να καθορίσει το εθνικό της συμφέρον. Η ασάφεια για το τι θα ακολουθήσει είναι εμφανής και από τη χρήση του όρου μετα-ψυχροπολεμική περίοδος. Ωστόσο τέτοιοι μεταβατικοί περίοδοι είναι σημαντικοί, καθώς προσφέρουν στρατηγικές ευκαιρίες. Κατά τη διάρκεια τέτοιων ευμετάβλητων περιόδων μπορεί κάποιος να επηρεάσει τη διαμόρφωση ενός νέου κόσμου»[1].

Την αρχική αβεβαιότητα για το ρόλο της Ρωσίας ως παγκόσμιας ή περιφερειακής δύναμης ακολούθησε η επανάκαμψη της Μόσχας και η δυναμική παρουσία της κυρίως στο ενεργειακό πεδίο. Η διακυβέρνηση του Β. Πούτιν αποκατέστησε σε σημαντικό βαθμό το κύρος της Ρωσίας και την κατέστησε προσδιοριστική παράμετρο της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Παράλληλα διεφάνει ότι οι ΗΠΑ υλοποιούσαν μία στρατηγική κυριαρχίας (primacy)[2] σε μία προσπάθεια διαμόρφωσης ενός διεθνούς συστήματος που θα λειτουργεί με βάση την αμερικανική ισχύ και τις προτεραιότητες της Ουάσινγκτον. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου σηματοδότησε καταλυτικές αλλαγές σε επίπεδο διεθνούς συστήματος και ανακατανομής της ισχύος με σημεία αναφοράς την πολικότητα και τις ασύμμετρες απειλές κατά της διεθνούς ασφάλειας. Το ανατολικό μπλοκ κατέρρευσε υπό το βάρος εσωτερικών αντιφάσεων

και ανεπαρκειών[1] και όχι στο πεδίο της μάχης μετά από μία στρατιωτική σύγκρουση, δημιουργώντας συνθήκες κενού εξισορρόπησης ισχύος. Η μετα-διπολική τάξη πραγμάτων βρήκε τις ΗΠΑ κυρίαρχες σε αναζήτηση ενός νέου, διευρυμένου ηγετικού αν όχι ηγεμονικού ρόλου. Άξονες της αμερικανικής στρατηγικής στη νέα χιλιετία είναι η μονομερής δράση, η διεξαγωγή προληπτικών πολέμων, η υλοποίηση του μεταφυσικού και ιεραποστολικού έργου των ΗΠΑ να διαδώσουν το δυτικό μοντέλο δημοκρατίας στη Μέση Ανατολή (Greater Middle East Plan)[2], η υπονόμευση του κανονιστικού, ρυθμιστικού και παρεμβατικού ρόλου του ΟΗΕ, η διεύρυνση του πολιτικού ρόλου και πεδίου δράσης της Ατλαντικής Συμμαχίας, η ανάσχεση της ρωσικής επιρροής στην Ευρώπη, η προσπάθεια έμμεσης ή άμεσης ανάσχεσης της πορείας πολιτικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης[3] αλλά και η δημιουργία ενός δικτύου συμμαχιών στην Ασία (Ιαπωνία, Ινδία) με στόχο να εξισορροπηθεί η κινεζική ισχύς. Η αναποτελεσματικότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής οδήγησε στη διατύπωση αιτημάτων για υιοθέτηση μίας στρατηγικής αυτοπεριορισμού. Εκτιμάται ότι μία πολιτική αυτοπεριορισμού θα ικανοποιούσε τις γεωπολιτικές βλέψεις της Ρωσίας[4] και τη ρωσική ρεαλπολιτίκ έναντι χωρών που η Μόσχα θεωρεί ζώνη ζωτικών συμφερόντων της. Η πολιτική ανάσχεσης της ρωσικής επιρροής επιχειρείται, inter allia, με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και την εγκατάσταση αντιπυραυλικών συστημάτων σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Στην περίπτωση της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ η ρωσική αντίδραση είναι διαχρονικά σθεναρή. Ωστόσο το ισχυρότερο όπλο της Μόσχας είναι ο αυτοπροσδιορισμός σημαντικού ποσοστού των κατοίκων της χώρας ως Ρώσων. Ο π. αναπληρωτής υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας Grigory Karasin μιλώντας στη Δούμα υπογράμμισε ότι η συμμετοχή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ
«θα προκαλέσει κρίση στις ρωσο-ουκρανικές σχέσεις και θα επηρεάσει την ασφάλεια σε πανευρωπαϊκό επίπεδο»[5]. Από την πλευρά του ο Γάλλος πρωθυπουργός  Francois Fillon εξέφρασε τον ίδιο προβληματισμό, επισημαίνοντας ότι «η προσπάθεια ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα ανατρέψει την ισορροπία ισχύος μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας»[6]. Ουσιαστικά η ρωσική πλευρά προσδιόρισε με σαφήνεια την κόκκινη γραμμή δράσης της Ατλαντικής Συμμαχίας και κατέστησε σαφές ότι οι προτεραιότητες του ευρω-ατλαντικού άξονα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, και τα ρωσικά συμφέροντα

σε μία περιοχή που η Μόσχα θεωρεί ζώνη ζωτικών ρωσικών συμφερόντων.  

Ουσιαστικά και στρατηγικά η μη αναγνώριση των εθνικών συμφερόντων των συντελεστών της εξίσωσης διεθνούς ασφάλειας[1] όπως η Ρωσία δημιουργεί μία ψυχροπολεμική λογική και διεμβολίζει τις σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας. Στις ΗΠΑ εκφράζεται προβληματισμός για τη ρωσική στρατηγική και την προσπάθεια της Μόσχας να δημιουργήσει μία δική της ζώνη επιρροής με αιχμή του δόρατος την ενεργειακή πολιτική Πούτιν αλλά και του διαδόχου του Μεντβέντεφ, κάτι που προκαλεί αιτήματα για ανάσχεση της ρωσικής επιρροής στην Ευρώπη[2].

Η αμερικανική πολιτική ανάσχεσης της Ρωσίας Η αμερικανική υψηλή στρατηγική μετά το τέλος του διπολισμού θεμελιώθηκε με άξονα τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της Ουάσινγκτον αλλά και την ανάδειξη του νέο-συντηρητισμού[3] ως μία ιδεολογική δεξαμενή μίας συγκεκριμένης στρατηγικής αντίληψης με βάση την πολυεπίπεδη ισχύ των ΗΠΑ. Σήμερα η αμερικανική εξωτερική πολιτική διαμορφώνεται με βάση τα κυρίαρχα δομικά στοιχεία του διεθνούς στίβου όπως διατυπώθηκαν από τους πνευματικούς πατέρες του κλασικού Ρεαλισμού. Η Ουάσιγκτον εκμεταλλεύεται αυτή την πολυεπίπεδη ισχύ της χρησιμοποιώντας τα στρατηγικά πλεονεκτήματα που διαθέτει. Το σχέδιο δράσης των ΗΠΑ οικοδομείται κατ ‘ επίφαση γύρω από το αμερικανικό όραμα και την μεταφυσικού χαρακτήρα αποστολή των ΗΠΑ να ηγηθούν του ελεύθερου κόσμου[4]. Αυτό καθορίζει το υφιστάμενο σήμερα πλαίσιο ασύμμετρης αλληλεξάρτησης μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ αλλά και σημαντικές πτυχές της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Ρωσίας. Είναι εμφανές ότι η Μόσχα δεν είναι σε θέση να διεκδικήσει έναν πλανητικό ρόλο παρόμοιο

με αυτόν των ΗΠΑ ωστόσο η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης ήταν μάλλον αναμενόμενη καθώς «οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολουθούν τη λογική μιας παγκόσμιας «αυτοκρατορίας», έναντι της ρωσικής επιδίωξης μιας περιορισμένης «περιφερειακής» σφαίρας συμφερόντων»[1].

Η υψηλή στρατηγική των Αμερικανών ενέχει σημαντικά στοιχεία ενός επιθετικού Ρεαλισμού όπως τον περιέγραψε ο John Mearsheimer[2]. Οι αντιλήψεις του μπορούν να παράσχουν ένα ερμηνευτικό και αξιολογητικό πλαίσιο της διεθνούς δράσης των ΗΠΑ ειδικά μετά τα καταλυτικής σημασίας γεγονότα της 11ης Σεπτέμβρη. Η θεωρητική προσέγγιση του βασίζεται, μεταξύ άλλων, σε μία ανάλυση που αφορά, τα κίνητρα δράσης, τις ευκαιρίες που παρέχει η δομή και άνιση κατανομή ισχύος στο διεθνές σύστημα, η έλλειψη κανονιστικών και ρυθμιστικών δικλείδων που θα μπορούσαν να ανασχέσουν τις ηγεμονικές τάσεις μεγάλων δυνάμεων. Επιπλέον, η προσέγγιση του Mearsheimer θεμελιώνεται σε μία σειρά άξονες. Αυτοί προσδιορίζονται με βάση τους στόχους των  μεγάλων δυνάμεων που είναι η μεγιστοποίηση της ισχύος τους, η ηγεμονία και η εκμετάλλευση ευκαιριών. Τα παραπάνω θέτουν το πλαίσιο αλληλόδρασης των μεγάλων δυνάμεων, άξονες του οποίου είναι η μεγιστοποίηση της ισχύος, ο φόβος και η καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζουν τους λοιπούς δρώντες.

Σύμφωνα με το John Mearsheimer τρία στοιχεία είναι αυτά που προκαλούν αυτή τη σχέση αμοιβαίας καχυποψίας[3]. Πρώτον, «η απουσία μίας κεντρικής εξουσίας η οποία βρίσκεται πάνω από τα κράτη και μπορεί να προστατεύσει το ένα από το άλλο». Δεύτερον, «το γεγονός ότι τα κράτη πάντα έχουν κάποια επιθετική στρατιωτική ικανότητα» και τρίτον, «το γεγονός ότι τα κράτη δεν μπορούν να είναι σίγουρα για τις προθέσεις των άλλων κρατών». Ο ίδιος εκτιμά ότι η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στο ίδιο το διεθνές σύστημα και όχι στην ανθρώπινη φύση ούτε σε παραμέτρους που αφορούν τα πολιτεύματα των κρατών[4]. Οι παραπάνω επισημάνσεις δεν παραπέμπουν σε μία μηδενιστική αντίληψη περί διεθνούς συνεργασίας. Αυτή υφίσταται και διαμορφώνεται θεσμικά μέσα από τους διεθνείς οργανισμούς, ωστόσο οι μεγάλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, έχοντας ικανότητα προβολής ισχύος ανά τον κόσμο, δρουν με βάση τη σχέση κόστους-οφέλους και στοχεύουν στη διεύρυνση της βάσης ισχύος τους. Η ενίσχυση της πολυπολικότητας μπορεί να μεταβάλλει ουσιαστικά τις αρχικές εκτιμήσει περί κόστους-οφέλους. 

Η αξιολόγηση των κινήτρων δράσης των ΗΠΑ από τους ίδιους τους Αμερικανούς παρέχει μία στρατηγική προσέγγιση με ιδιαίτερη σημειολογία και ιδιαίτερα σημαινόμενα.  Ο M. Mandelbaum[5] διατυπώνει μία σειρά προτάσεων που απεικονίζουν μία συγκεκριμένη έκφανση της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής και αντίληψης. Σύμφωνα με αυτή οι ΗΠΑ αποτελούν ένα παίκτη ο οποίος παρέχει υπηρεσίες στη διεθνή κοινότητα, καθώς «προσφέρουν στον κόσμο ότι ακριβώς προσφέρουν και οι εθνικές κυβερνήσεις εντός των κρατών». Η αντίληψη περί παροχής υπηρεσιών επικεντρώνεται στα πεδία της ασφάλειας και της οικονομίας. Στη πρώτη περίπτωση εκτιμάται ότι η Ουάσινγκτον αποτελεί τον εγγυητή της ασφάλειας σε Ευρώπη και Ανατολική Ασία αλλά και της τάξης πραγμάτων στο πυρηνικό πεδίο. Σύμφωνα με τον Mandelbaum στο οικονομικό πεδίο οι ΗΠΑ προσφέρουν ένα ασφαλές διεθνές περιβάλλον, μία «υπηρεσία» «κυβερνητικής υφής» που εξασφαλίζει δημόσια αγαθά για το σύνολο του κόσμου[6]. Η εκτίμηση του είναι ότι χωρίς την παροχή αυτών των «ημι-κυβερνητικών υπηρεσιών» (quasi-governmental services) ο κόσμος «θα ήταν λιγότερο ασφαλής».

Η άποψη του όσον αφορά τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν οι ΗΠΑ στο μέλλον ότι αυτές θα προέλθουν από το εσωτερικό και όχι εξωτερικό πεδίο. Δεν είναι η αυτοκρατορική εξάπλωση των ΗΠΑ που απειλεί τον ηγεμονικό της ρόλο αλλά εσωτερικά προβλήματα. Εκτιμάται ότι αυτός ο ρόλος αποτελεί επιτακτική ανάγκη για τις ίδιες τις ΗΠΑ αφού ο ισχυρότερος εταίρος της, η ΕΕ, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες και στο ρόλο του «παρόχου υπηρεσιών». Υπό αυτό το πρίσμα, «οι ΗΠΑ βρίσκονται, μόνες [στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής] στην προσπάθεια τους να παράσχουν κυβερνητικής υφής υπηρεσίες…οι άλλοι δεν μας αγαπούν, μας ανέχονται. Ενδόμυχα εκτιμούν θετικά αυτό που οι ΗΠΑ πράττουν αλλά τους αρέσει να παραπονούνται». Ουσιαστικά η δράση των ΗΠΑ αξιολογείται ως μία υπηρεσία και εντάσσεται στη λειτουργική λογική του D. Mitrany, πνευματικού πατέρα του λειτουργισμού[1]. Η προσέγγιση του υπερβαίνει τη θεωρητική προσέγγιση του J. Mearsheimer και του επιθετικού Ρεαλισμού, παραπέμποντας ενδόμυχα σε μία αλτρουιστική δράση που ουσιαστικά δεν υπαγορεύεται από το εθνικό συμφέρον.  

Ωστόσο ο Walter Mead επικεντρώνει την ανάλυση του στη χρήση ισχύος από πλευράς Άγγλο-Σαξόνων και Αμερικανών στην προσπάθεια τους να διαμορφώσουν μία «καπιταλιστική τάξη πραγμάτων» που θεμελιώνεται στη ναυτική ισχύ. Υποστηρίζει ότι οι «Αμερικανοί τείνουν να αντιμετωπίζουν το θρίαμβο τους ως το αποτέλεσμα της εφαρμογής και της θελκτικότητας ορισμένων αρχών και αξιών. Ωστόσο η στάση τους καταδεικνύει το σύνδρομο αμνησίας από το οποίο πάσχουν οι νικητές. Όπως γνωρίζει ο υπόλοιπος κόσμος η επιτυχία των Αγγλοσαξόνων θεμελιώθηκε στην ισχύ και προέκυψε ως αποτέλεσμα πολυετών και σκληρών συγκρούσεων με στόχο να διαμορφωθεί μία συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων»[2] θεμελιωμένη στο Βρετανο-αμερικανικό φιλελευθερισμό και δημοκρατικά πρότυπα.

Ο ίδιος εκτιμά ότι οι ΗΠΑ θα εξακολουθήσουν να κυριαρχούν τον επόμενο αιώνα χρησιμοποιώντας δύο εναλλακτικές στρατηγικές. Η πρώτη θεμελιώνεται σε μία υψηλή στρατηγική με άξονα τη ναυτική ισχύ. Είναι η στρατηγική που χρησιμοποίησαν στο παρελθόν και οι Βρετανοί. Με αυτόν τον τρόπο και την ίδια στρατηγική Βρετανοί και Αμερικανοί διαμόρφωσαν τον σύγχρονο κόσμο. Δεύτερον, εκτιμά ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να υιοθετήσουν μία «πολιτική ηθικού ρεαλισμού βασισμένη στη θεολογική λογική και αντίληψη του Reinhold Niebuhr, η προσέγγιση του οποίου οικοδομείται σε  ηθικούς προβληματισμούς, στην αποδοχή της πραγματικότητας της ισχύος και στη σώφρονα άσκηση της».

ΗΠΑ, ΕΕ και εκφάνσεις ισχύος

Το είδος δρώντα που συνιστά η ΕΕ αποτελεί πρόβλημα για την ίδια την ΕΕ και το ειδικό της βάρος στο διεθνή πολιτικό στίβο αλλά παράλληλα θέτει οντολογικά και στρατηγικά ζητήματα όσον αφορά τις επιλογές της Ελλάδας εν μέσω μίας επαπειλούμενης αντιπαράθεσης μεταξύ των ΗΠΑ, της ΕΕ και της Ρωσίας. Η ΕΕ λειτουργεί ως μία «μη στρατιωτική δύναμη» (a civilian power), μία ήπια δύναμη. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Joseph Nye στο έργο του Bound to Lead. Σύμφωνα με το ίδιο «ήπια ισχύς είναι η ικανότητα να πάρεις αυτό που θέλεις μέσω της έλξης και όχι μέσω του εξαναγκασμού ή της εξαγοράς. Δημιουργείται από τη θελκτικότητα της κουλτούρας, των πολιτικών ιδανικών και της πολιτικής μίας χώρας. Όταν η πολιτική μας νομιμοποιείται στα μάτια άλλων, τότε η ήπια ισχύς μας ενισχύεται»[3]. Η αντίληψη του θεμελιώνεται σε σημαντικό βαθμό σε μία εξωραϊσμένη, ιδεαλιστική προσέγγιση των δρώμενων στη διεθνή πολιτική αφού έμμεσα ή άμεσα παραπέμπει στην επίδειξη αλτρουισμού, υποτιμά τη σημασία του εθνικού συμφέροντος και δεν λαμβάνει υπόψη της την ισχύ. Ουσιαστικά είναι αυτή που προσδιορίζει τις αντιλήψεις και καθορίζει τις εναλλακτικές μορφές δράσης μίας χώρας.

Η διαφορά αντίληψης μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ περί των αποδεκτών μορφών δράσης στο διεθνή πολιτικό στίβο οφείλεται σε μία σειρά από λόγους.

Πρώτον, η Ευρώπη, μετά από πέντε δεκαετίες ενοποιητικής πορείας και παρά τις επιμέρους ενδο-ευρωπαϊκές διαφωνίες έχει υιοθετήσει σε μεγάλο βαθμό το μοντέλο της πολυμερούς συνεργασίας. Στον αντίποδα η πολυεπίπεδη δομική ισχύ που διαθέτουν σήμερα οι ΗΠΑ δεν τους επιτρέπει να αντιληφθούν τα πλεονεκτήματα της πολυμερούς συν-διαχείρισης και δράσης.

Δεύτερον, οι ΗΠΑ και η ΕΕ έχουν θέσει διαφορετικές προτεραιότητες και αντιμετωπίζουν τον κόσμο μέσα από μία διαφορετική οπτική γωνιά. Πάνω απ’ όλα η ΕΕ αποτελεί μία πολυμερή συνεργασία κυρίαρχων κρατών με βάση τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, λειτουργεί μέσα από συλλογικά όργανα και θεσμούς μέσω αμοιβαίων και πολυμερών συμβιβασμών.

Τρίτον, οι ΗΠΑ τείνουν να αναλύουν τον κόσμο μέσα από το πρίσμα της υπερδύναμης και να δρουν με βάση γεωπολιτικές σκοπιμότητες, γεγονός που ενισχύει αρνητικά στερεότυπα σε βάρος του υπερατλαντικού παράγοντα[1].  Αντίθετα ο τρόπος που σήμερα οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται τον κόσμο διαφέρει σημαντικά από την αμερικανοκεντρική αντίληψη της Ουάσιγκτον.

Η αμερικανική εξωτερική πολιτική καθιστά σήμερα ακόμα πιο επίκαιρες τις υποθέσεις εργασίας του πολιτικού Ρεαλισμού και θέτει σοβαρά διλήμματα όσον αφορά το υπόβαθρο διαμόρφωσης της αλλά και τη βιωσιμότητα μίας μονοδιάστατης τάξης πραγμάτων που έμμεσα ή άμεσα υπονομεύει τη δια-θρησκευτική και δια-πολιτισμική προσέγγιση ενισχύοντας τον ριζοσπαστικό φονταμενταλισμό. Η αμερικανική πολιτική εγκατάστασης καθεστώτων που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ – Bush regimes, σύμφωνα με τον Immanuel Wallerstein, συνιστά πρόκληση για τους αντιπάλους των ΗΠΑ αλλά κυρίως για τους εταίρους τους. Ακόμα καταδεικνύει ότι η αμερικανική ηγεσία έχει απολέσει την τέχνη της διαπραγμάτευσης και συνδιαχείρησης βαδίζοντας στο μοναχικό δρόμο τους εμφανούς ή υποδόριου ηγεμονισμού. 

«Είμαστε ηγέτες, επειδή η Φύση και η Ιστορία μας ανέθεσαν αυτό το καθήκον» δηλώνει ο στρατηγός Κόλιν Πάουελ[2]. Ωστόσο η ιεραποστολική δράση των ΗΠΑ και ο αυτόκλητος ρόλος τους δεν πείθουν ακόμα και τους λιγότερο ενημερωμένους και ανεπαρκώς πολιτικά κοινωνικοποιημένους Αμερικανούς πολίτες[3]. Οι ΗΠΑ δρουν ως υπερδύναμη απλά διότι διαθέτουν την ισχύ όχι γιατί αποτελούν το εκλεκτό έθνος. Στο κόσμο των ανθρώπων και των κυρίαρχων κρατών η δύναμη προσδιορίζει τους ρόλους των κρατών στη διεθνή πολιτική όχι κάποιο μεταφυσικό καθήκον ή ιεραποστολικό έργο.

Οι όποιες προτάσεις αφορούν την υιοθέτηση μίας νέας στρατηγικής αυτοπεριορισμού από πλευράς ΗΠΑ απορρίπτονται ως μία στρατηγική απομόνωσης που θα πλήξει τα συμφέροντα των ΗΠΑ[4]. Απευθυνόμενος στον αμερικανικό λαό το Φεβρουάριο του 2006 ο πρόεδρος Μπους υπογράμμισε: «Σε μία εποχή που χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα και προκλήσεις, ο δρόμος προς τον απομονωτισμό μπορεί να φαίνεται εύκολος και θελκτικός, ωστόσο ενέχει κινδύνους και οδηγεί σε παρακμή. Ο μόνος τρόπος να προστατεύσουμε το λαό μας και να εξασφαλίσουμε την ειρήνη, ο μόνος δρόμος να ελέγξουμε το μέλλον μας είναι αυτός που μας εξασφαλίζει η ηγεσία».

Στη περίπτωση των ΗΠΑ τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11/9 προκάλεσαν σοκ στην πολιτική ηγεσία, τον αμερικανικό λαό και το μηχανισμό ασφαλείας της χώρας. Οι παρενέργειες αυτής της δράσης των τρομοκρατών ουσιαστικά δρομολόγησαν μία πολιτική διαμόρφωσης συνθηκών που φέρουν ενδείξεις ουσιαστικής ή λανθάνουσας εμπέδωσης μίας ηγεμονικής τάξης πραγμάτων. Η ρητορική της αμερικανικής ηγεσίας και η επένδυση των διακηρύξεων με ευγενείς στόχους δεν συνιστά αξιόπιστο αξιολογητικό κριτήριο αφού οι εκφάνσεις της παγκοσμιοποίησης ουσιαστικά ενισχύουν την προβολή και αποδοχή των αμερικανικών προτύπων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η πορεία προς τη «παγκόσμια ενότητα», όρο που χρησιμοποίησε πρώτος ο Π. Κονδύλης, δεν συνιστά μόνο ή απλά μία διαδικασία με ονομαστικό στόχο την εξάλειψη του φαινομένου του πολέμου και του κατακερματισμού του διεθνούς πολιτικού στίβου σε συγκρουόμενα εθνικά συμφέροντα αλλά και ένα μέσο επιβολής μίας διεθνούς ομογενοποιημένης πολιτικο-οικονομικής και πολιτισμικής τάξη πραγμάτων. Όπως επισημαίνει ο Π. Κονδύλης, «για ένα κόσμο μιλά κανείς ευχαρίστως από θέση ισχύος και όταν γνωρίζει ότι το άνοιγμα των συνόρων συνεπιφέρει πρωταρχικά τη διεύρυνση του δικού του πεδίου δράσης»[5]. Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ επιδιώκουν να οικουμενοποιήσουν ένα διακριτό εθνικό σύστημα αξιών και αρχώνακόμα και δια της βίας.

Το ερώτημα που προκύπτει και θέτει ο William Wohlforth είναι «γιατί, παρά το διευρυνόμενο χάσμα ισχύος μεταξύ των ΗΠΑ και άλλων μεγάλων δυνάμεων, δεν έχει δημιουργηθεί ένας συνασπισμός κατά των ΗΠΑ;»[6].Ο ίδιος απαντά στο ερώτημα χρησιμοποιώντας ως κριτήριο την ισχύ και επισημαίνει: «Η έλλειψη ισορροπίας ισχύος – ή ακόμα και ενδείξεις διαμόρφωσης μίας – δεν αποτελεί γρίφο ακόμα και για ένα περιστασιακό αναγνώστη της ρεαλιστικής θεωρίας. Μεταξύ κρατών που δρουν με γνώμονα τα εθνικά συμφέροντα τους, η συλλογική δράση με στόχο την υλοποίηση ενός κοινού στόχου – όπως η εξισορρόπηση της ισχύος ενός ηγεμόνα – είναι δύσκολο να επιτευχθεί…Οι συνθήκες που ευνοούν τους αντι-ηγεμονικούς συνασπισμούς είναι δύσκολο να επιτευχθούν. Δεν είναι μόνο απούσες από το παρόν μονοπολικό σύστημα αλλά είναι και απίθανο να διαμορφωθούν στο μέλλον»[7].

Με βάση τις παραπάνω επισημάνσεις η ισορροπία της αμερικανικής ισχύος δεν είναι δυνατή για μία σειρά λόγους. Πρώτον, δεν είναι διαμορφωμένος ο νοηματικός και στρατηγικός άξονας διαμόρφωσης μίας ευρύτερης συμμαχίας κατά των ΗΠΑ. Δεύτερον, η ΕΕ δρα με γνώμονα τα κατακερματισμένα εθνικά συμφέροντα των ευρωπαίων εταίρων. Τρίτον, οι ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται θεσμικά και ιδεολογικά εγκλωβισμένες στις δεσμεύσεις έναντι της Ατλαντικής Συμμαχίας (Ατλαντισμός). Τέταρτον, Ρωσία και Κίνα[8] υστερούν στο πεδίο της τεχνολογίας έναντι των ΗΠΑ. Πέμπτον, οι δυνάμεις αυτές δεν φαίνεται να συν-διαμορφώνουν συνθήκες συσπείρωσης κατά των ΗΠΑ. Μάλιστα εκτιμάται ότι είναι περισσότερο πιθανό να στραφούν η μία ενάντια στη άλλη[9]. Έκτον, ο ΟΗΕ και ο κανονιστικός του ρόλος δεν επαρκεί προκειμένου να μεταβληθεί η αμερικανική υψηλή στρατηγική. Μάλιστα η συνειδητή υπονόμευση του ρυθμιστικού του έργου από την Ουάσινγκτον υπερκαλύπτει τα όποια ζητήματα νομιμοποίησης θα μπορούσαν να αποτελέσουν τυπικό και όχι ουσιαστικό εμπόδιο στην άσκηση μίας μονομερούς πολιτικής.

Υπό αυτό το πρίσμα η αμερικανική στρατηγική μπορεί να αναλυθεί με βάση τις αντιλήψεις του John Mearsheimer περί «υπολογισμένης επιθετικότητας». Σύμφωνα με αυτήν, «οι μεγάλες δυνάμεις δεν μπορούν να κάνουν πάντοτε πράξη τις επιθετικές τους προθέσεις, κι αυτό γιατί η συμπεριφορά δεν επηρεάζεται μόνο από αυτό που θέλουν τα κράτη, αλλά και από τις ικανότητες τους να υλοποιούν τις επιθυμίες τους αυτές»[10]. Στη περίπτωση της Ρωσίας οι αξιολογήσεις των Αμερικανών περί υπολογισμένης επιθετικότητας τείνουν να υπερκαλύπτουν μία σειρά παραμέτρους προκειμένου να εξασφαλιστεί η επίδειξη συνεργατικού πνεύματος από πλευράς Μόσχας.

Πρώτον, η υποβάθμιση από πλευράς ΗΠΑ του κανονιστικού ρόλου του ΟΗΕ ουσιαστικά ενισχύει την έκφραση ενός μιλιταριστικού μπραβάντο από πλευράς Ρωσίας. Η κρίση στη Γεωργία καταδεικνύει με σαφήνεια τους κινδύνους για τη διεθνή ασφάλεια από την πρακτική υπερκάλυψης του ρυθμιστικού ρόλου του ΟΗΕ και τη μονομερή αναγνώριση sui generis περιπτώσεων ανεξαρτησίας όπως αυτή του Κοσόβου. Η ελαστικοποίηση των αρχών και κανόνων του διεθνούς δικαίου αποτελεί ένα από τα πρωτογενή υλικά διαμόρφωσης της παρούσας εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας και οδηγεί σε συγκρούσεις[11]. Η πολιτική Μπους έναντι του ΟΗΕ είχε προαναγγελθεί από το 1994 με άρθρο του Π. Γούλφοβιτς στο Foreign Affairs[12] με το οποίο ουσιαστικά περιέγραψε το μετα-ψυχροπολεμικό αμερικανικό ηγεμονικό δόγμα. Οι επιχειρησιακοί και θεσμικοί άξονες του είναι η διεύρυνση της Ατλαντικής Συμμαχίας εντός της οποίας οι ΗΠΑ διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο και η περιθωριοποίηση του κανονιστικού ρόλου του ΟΗΕ ώστε να διευκολυνθεί η δράση των ΗΠΑ εκτός του περιοριστικού πλαισίου του. Με βάση αυτές τις δύο αυτές επιλογές διαμορφώνεται επί της ουσίας η ρωσική αντίδραση σε ένα αμερικανοποιημένο διεθνές σύστημα.

Η περιπτωσιολογική ανάλυση αυτής της στρατηγικής αντίληψης οδήγησε τον Π. Γούλφοβιτς να αξιολογήσει την αμερικανική πολιτική στην περίπτωση της κρίσης στη Βοσνία ως πολιτική υπονόμευσης του ΝΑΤΟ. Υπό αυτό το πρίσμα επισημαίνει: «Έχει καταγραφεί μία τάση από πλευράς προέδρου Κλίντον να μεταφέρει αρμοδιότητες από τις ΗΠΑ στους συμμάχους τους όπως συνέβη για παράδειγμα στην περίπτωση της Βοσνίας… καταδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο την αδυναμία των Αμερικανών να δράσουν…Η Βοσνία οδήγησε στην έλλειψη εμπιστοσύνης στο ΝΑΤΟ». Την ίδια κριτική κατά πολυμερών επιλογών άσκησε το 2000 η Condoleeza Rice[13] υπογραμμίζοντας ότι «το εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ αντικαταστάθηκε από τα ανθρωπι­στικά συμφέροντα ή τα συμφέροντα της διεθνούς κοινότητας. Η πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ ασκούν πολιτική νόμιμα μόνο όταν δρουν μετά από εξουσιοδότηση κάποιου [οργάνου] ή στο όνομα μιας ιδέας είχε τις ρίζες της σε Ουιλσονικά ιδεώδη και αυτό αντανακλάται σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική Κλίντον. Δεν είναι κατακριτέο να δρα κάποιος με τρόπο επωφελή για την ανθρωπότητα, ωστόσο, αυτό αποτε­λεί δευτερεύουσα προτεραιότητα…Συνεπώς οι πολυμερείς συμφωνίες και οι διεθνείς οργανισμοί δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αυτό καθ ‘ εαυτό στόχοι».

Δεύτερον, είναι σαφές ότι η Μόσχα δεν θα αποδεχθεί μία στρατηγική περιθωριοποίησης της και θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο προκειμένου να διατηρήσει προνόμια σε μία περιοχή που οι Ρώσοι θεωρούν ως ζώνη ζωτικών συμφερόντων τους. Η αναγνώριση ή μη των ρωσικών συμφερόντων στον Καύκασο αποτελεί προσδιοριστικό παράγοντα του βαθμού συνεργασιμότητας της Μόσχας σε μία σειρά ζητημάτων στην Ευρασία, στη Μέση Ανατολή και στη νοτιο-ανατολική Ευρώπη.

Τρίτον η Ρωσία αλλά και η Κίνα απορρίπτουν τη διαμόρφωση ενός διεθνούς συστήματος με ηγεμονική ή λανθάνουσα ηγεμονική δομή. Την ανησυχία τους για τον αμερικανικό ηγεμονισμό εξέφραζαν ήδη από το 1997 η “Sino-Russian Joint Statement on Worldwide Multi-Polarization and Establishment of New International Order” (Απρίλιος 1997), η “Sino-Russian Joint Statement” (Νοέμβριος 1997), η “Joint Statement on Sino-Russian Relations at the Turn of the Century” αλλά και η “Joint Press Communiqué on Sino-Russian Summit Results” (Νοέμβριος 1998). Η έμφαση που δόθηκε από Μόσχα και Πεκίνο ήταν στη δημιουργία ενός πολυπολικού συστήματος που θα λειτουργεί μα βάση τις ρυθμιστικές αρχές της Χάρτας του ΟΗΕ και το διεθνές δίκαιο. Μάλιστα υπογράμμισαν εμφατικά ότι απαιτείται «συλλογική προσπάθεια προκειμένου να δημιουργηθεί ένα δημοκρατικό, ισορροπημένο και πολυπολικό διεθνές σύστημα» αλλά και μία «διεθνής πολιτική και οικονομική τάξη πραγμάτων αμοιβαία επωφελής» για όλους. 

Τέταρτον, το ζήτημα της τρομοκρατίας αποτελεί καταλυτικό παράγοντα δια­μόρφωσης συμμαχιών στο διεθνή πολιτικό στίβο. Η αμερικανική υψηλή στρατηγική θα καθορίσει το αποτέλεσμα αυτού του αγώνα κατά του φονταμενταλισμού και θα διαμορφώσει συμμαχίες. Ο τελικός στόχος οφείλει να είναι η δημιουργία «μίας όσο περισσότερο διευρυμένης συμμαχίας κατά της τρομοκρατίας»[14].

Πέμπτον, η αμερικανική ισχύς δεν αποτελεί σταθερή αλλά εξαρτημένη μεταβλητή. Σύμφωνα με το Richard Haass, «το θεμελιώδες ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ σήμερα αφορά το πώς θα εκμεταλλευτούν το πλεόνασμα ισχύος που διαθέτουν…Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η παρούσα οικονομική και στρατιωτική ισχύς των ΗΠΑ, αν και τεράστια, δεν συνιστά μία απόλυτη ή μόνιμη κατάσταση. Η ισχύς της χώρας είναι πεπερασμένη από το μέγεθος των πόρων (χρήματα, χρόνος, πολιτικό κεφάλαιο) που μπορούν να δαπανηθούν, κάτι που με τη σειρά του αντανακλά μία έλλειψη εσωτερικής στήριξης δημιουργίας μίας αμερικανικής αυτοκρατορίας σε παγκόσμιο επίπεδο….Η υπεροχή των ΗΠΑ δεν θα διαρκέσει. Καθώς η ισχύς διαχέεται, η θέση των ΗΠΑ έναντι άλλων χωρών θα διαβρωθεί…Στο μεταξύ ο διεθνής πολιτικός στίβος λαμβάνει μία πολυπολική μορφή. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν θα πρέπει να αντισταθεί στις τάσεις πολυπολικότητας (αυτό θα ήταν μάταιο) αλλά να τη συν-διαμορφώσει. Όπως ο μονοπολισμός έτσι και ο πολύ-πολισμός αποτελεί απλά μία περιγραφή. Παραπέμπει σε μία κατανομή ισχύος σε διεθνές επίπεδο και όχι στο χαρακτήρα ή ποιότητα των διεθνών σχέσεων. Σε ένα πολυπολικό σύστημα θα μπορούσαν να υπάρχουν πολλές εχθρικές αλλά ισοδύναμες χώρες που ανταγωνίζονται, ή δυνάμεις που διαθέτουν σημαντική ισχύ και συνεργάζονται από κοινού. Στόχος των ΗΠΑ θα πρέπει να είναι να πειστούν τα άλλα κέντρα που διαθέτουν πολιτική, οικονομική και στρατιωτική ισχύ – συμπεριλαμβανομένων και μη κρατικών δρώντων – ότι εξυπηρετεί το συμφέρον τους να στηρίξουν εποικοδομητικά τις προτάσεις για την οργάνωση και λειτουργικό πλαίσιο της διεθνούς κοινωνίας. Συνεπώς στόχος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής πρέπει να είναι να ενθαρρύνει μία πολυπολικότητα με χαρακτηριστικά τη συνεργασία παρά τον ανταγωνισμό και τη σύγκρουση. Σε ένα σύστημα τέτοιας μορφής η τάξη δεν θα αφορά τη διατήρηση της ειρήνης μέσω της ισορροπίας ισχύος ή το φόβο κλιμάκωσης αλλά θα θεμελιωθεί σε μία ευρύτερη συναίνεση σε ζητήματα και προβλήματα παγκοσμίου ενδιαφέροντος»[15].

Έκτον, η διεύρυνση του ΝΑΤΟ αποτελεί μέγα στρατηγικό ζήτημα για τη Μόσχα και διαχρονικά αντιμετωπίζεται ως μία προσπάθεια περιθωριοποίησης της. Αυτό κατέστη σαφές ήδη από τη δεκαετία του ‘90[1]. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι αντιρρήσεις της Ρωσίας για τη διεύ­ρυνση του NATO είχαν να κάνουν, inter allia, και με την απώλεια σημα­ντικών αγορών για τις ρωσικές αμυντικές βιομηχανίες, γεγονός που οδή­γησε τη ρωσική αντιπολίτευση να χαρακτηρίσει τη Συμφωνία του Ελσίν­κι για τη διεύρυνση του NATO ως μία άλλη «συμφωνία ντροπής του 1807»[2] και αποδοχή αυτού που χαρακτηρίστηκε ως «οργανωμένη επέ­κταση της αμερικανικής πολιτικής ισχύος στην Ευρώπη»[3].

Έβδομον, η εγκατάσταση αντιπυραυλικών συστημάτων στην Πολωνία απειλεί να δημιουργήσει συνθήκες κούρσας εξοπλισμών. Τουλάχιστον αυτή είναι η αντίληψη της Μόσχας η οποία δηλώνει ότι «θα αναγκαστεί να απαντήσει όχι αποκλειστικά με διπλωματικά μέσα». Η ρωσική πλευρά υποστηρίζει ότι η αντιπυραυλική ομπρέλα στοχεύει να αποδυναμώσει τη Μόσχα και την αξιολογεί ως μέρος της προσπάθειας της Ουάσινγκτον «να μεταβάλλει τη στρατηγική ισορροπία ισχύος προς όφελος της»[4].

Αμερικανο-ρωσικές σχέσεις: η επανάληψη της ιστορίας;  

Το 1835 ο Alexis de Toqueville είχε ουσιαστικά προβλέψει τη διεξαγωγή του Ψυχρού Πολέμου δηλώνοντας εμφατικά: «υπάρχουν δύο μεγάλα έθνη στον κόσμο, οι Ρώσοι και οι Άγγλο-αμερικανοί. Αν και ξεκινούν από διαφορετικά σημεία φαίνεται πως έχουν θέσει τον ίδιο στόχο. Το κάθε ένα από αυτά θεωρεί πως αποτελεί πεπρωμένο του να θέσει υπό τον έλεγχο του τη μοίρα της μισής ανθρωπότητας»[5]. Η σημερινή κρίση δεν αποτελεί επί της ουσίας αντιπαράθεση με στόχο την πλανητική κυριαρχία για τον απλό λόγο ότι μόνο οι ΗΠΑ διαθέτουν τα μέσα προκειμένου να επιδιώξουν, ονομαστικά τουλάχιστον, αυτό το στόχο.

Η υπεραπλουστευμένη προσέγγιση της ρωσικής αντίδρασης στην πολιτική Σαακασβίλι στη Ν. Οσετία την αποδίδει σε μία προσπάθεια «της ρωσικής κυβέρνησης να αλλάξει το χάρτη της Ευρώπης με τη βία»[6]. Η λογική αυτή δεν λαμβάνει υπόψη της δύο παραμέτρους. Πρώτον, η ρωσική αντίδραση ήρθε ως απάντηση στην επίθεση των Γεωργιανών στη Ν. Οσετία. Ουσιαστικά ο κ. Σαακασβίλι αντιμετώπισε την αυτόνομη περιοχή ως de facto ξένο έδαφος και έπληξε άμαχους, μία πράξη εγκληματική με βάση το διεθνές δίκαιο. Δεύτερον, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ο χάρτης της Ευρώπης μετεβλήθη ως αποτέλεσμα της διάλυσης κρατών (Γιουγκοσλαβία) στα πλαίσια της οποίας μία ενδοκρατική σύγκρουση μετεξελίχθηκε ταχύτατα με τη λανθασμένη εμπλοκή εξωσυστημικών δρώντων σε δια-κρατική σύγκρουση αλλά και της αποσταθεροποιητικής εμπλοκής των ΗΠΑ οι οποίες κατέλυσαν την κρατική κυριαρχία στην περίπτωση της Σερβίας, δημιουργώντας ένα επικίνδυνο προηγούμενο. Μάλιστα αυτή η κατ’ επιλογή, a la carte χρήση του διεθνούς δικαίου προκάλεσε την αντίδραση του Β. Πούτιν. Εξ άλλου η αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ν. Οσετίας και Αμπχαζίας από τη Ρωσία αποτελεί μία κατανοητή διπλωματική ενέργεια μετά το προηγούμενο του Κοσόβου.   

Το ζήτημα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ αλλά και της Γεωργίας καταδεικνύουν την αποφασιστικότητα των Ρώσων να διατηρήσουν μία ζώνη ζωτικών, μη διαπραγματεύσιμων, υπό τις παρούσες συνθήκες, συμφερόντων. Το κοινό σημείο με την εποχή του Ψυχρού Πολέμου είναι η αντιμετώπιση της Ρωσίας ως αντιπάλου αλλά και η δαιμονοποίηση της στα μάτια των Ευρωπαίων εταίρων των ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ο George Kennan είχε εκτιμήσει ότι η αμερικανική ηγεσία χρησιμοποίησε με βολικό τρόπο τον κομμουνιστικό κίνδυνο, μία «υποτιθέμενη εξωτερική απειλή, διογκώνοντας την επιθετική εικόνα του Κρεμλίνου». Η κρίση στη Γεωργία χρησιμοποιείται εκ νέου ως ένας τρόπος δαιμονοποίησης της Ρωσίας ενώ παραβλέπεται το γεγονός ότι η Γεωργία ήταν αυτή που προκάλεσε την κρίση πλήττοντας άμαχους.

Στη μετα-ψυχροπολεμική εποχή οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τη Ρωσία ως μία υπαρκτή ή πιθανολογούμενη απειλή κατά του ευρω-ατλαντικού άξονα και της πολιτικής επικυριαρχίας. Αυτή η στρατηγική αντίληψη διαμόρφωσε το νοηματικό πλαίσιο ανάλυσης του ρόλου και διεθνούς συμπεριφοράς της Μόσχας η οποία υιοθέτησε μία αμυντικής υφής εξωτερική πολιτική στην προσπάθεια στρατηγικής περικύκλωσης της με αιχμή του δόρατος τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Επιπλέον προκάλεσε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 την έκφραση από πλευράς Μόσχας μίας μιλιταριστικής ρητορικής. Οι ρωσικές αντιδράσεις αντιμετωπίστηκαν κριτικά[7], υπό το βάρος στερεότυπων του Ψυχρού Πολέμου. Ουσιαστικά η ρωσική πολιτική διαμορφώνεται, μεταξύ άλλων, μέσα από ένα πλαίσιο tit for tat καθώς η Ουάσινγκτον φάνηκε να αναγνωρίζει διστακτικά τα ρωσικά συμφέροντα υπό το βάρος της ανάγκης διεύρυνσης της συμμαχίας κατά της τρομοκρατίας.

Είναι σαφές ότι οι στρατηγικές σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας-ΕΕ θα προσδιοριστούν ποιοτικά από τη συμβατότητα των υιοθετημένων πολιτικών στον Καύκασο. Η παρούσα αμερικανική ηγεσία τείνει να διαμορφώνει αξιολογητικά πλαίσια έναντι της Μόσχας και της δράσης της στον Καύκασο μέσα από ένα πρίσμα υπεραπλούστευσης χωρίς να αναζητεί αιτιάσεις. Δεν λαμβάνει υπόψη τη σημασία της Ρωσίας στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και στη διαμεσολάβηση της έναντι χωρών που διαχρονικά διατηρούν φιλικές σχέσεις με τη Ρωσία. Επιπλέον η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Μόσχα δεν αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία αλλά ως απειλή.

Κατά τη δεκαετία του ’90 η ρωσική εξωτερική πολιτική διαμορφώθηκε με έναν εσωστρεφή προσανατολισμό, ωστόσο στη νέα χιλιετία ανέδειξε τη Μόσχα σε σημαντικό ενεργειακό, οικονομικό και εμπορικό εταίρο της ΕΕ, γεγονός που αξιολογήθηκε αρνητικά από την Ουάσινγκτον. Οι ενστάσεις των ΗΠΑ δεν αφορούσαν μόνο την ευρω-ρωσική προσέγγιση αλλά και την ποιότητα της ρωσικής δημοκρατίας. Ουσιαστικά η διακυβέρνηση Πούτιν επανέφερε τη Ρωσία στο διεθνές προσκήνιο, ενώ διεφάνει ότι η πολιτική της Ουάσινγκτον θα προσδιόριζε και τη διεθνή συμπεριφορά της Μόσχας σε μία σειρά ζητημάτων. Η παρούσα πολιτική των ΗΠΑ καταδεικνύει μία αδυναμία αναγνώρισης των ρωσικών συμφερόντων και απειλεί να επανασοβιετοποιήσει τη ρωσική εξωτερική πολιτική και δημιουργήσει μία ψυχροπολεμική δυναμική.

Η διαμόρφωση μίας συνεργατικής νέας τάξης πραγμάτων δεν μπορεί να διαμορφωθεί χωρίς τη Μόσχα, ωστόσο είναι σαφές ότι η προσπάθεια αρνητικής ενεργοποίησης της από τις ΗΠΑ στοχεύει, μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση της συνοχής του ευρω-ατλαντικού άξονα. Επιπλέον η ιστορική εμπειρία έχει καταδείξει ότι η ύπαρξη μίας «κοινής» απειλής ενισχύει την αμερικανική πρωτοκαθεδρία (Σοβιετική Ένωση, τρομοκρατία). Το πρώτο μήνυμα στάλθηκε από τη Μόσχα το 1999 με την προώθηση των ρωσικών δυνάμεων και την κατάληψη του αεροδρομίου στο Κόσοβο. Εκτοτε η Ρωσία καταδεικνύει προς όλους ότι οι αποφάσεις που αφορούν το εγγύς περιβάλλον της θα πρέπει να διαμορφώνονται με τη συναίνεση της. Στις ΗΠΑ αυτό εκλαμβάνεται ως μία μη συνεργατική διεθνή συμπεριφορά. Έμμεσα ή άμεσα κάποιοι εκτιμούν ότι η Μόσχα αποτελεί εχθρό εξ ορισμού[8], μία αποτυχημένη υπερδύναμη με περιθωριακό ρόλο στη διεθνή πολιτική.

Οι αμερικανο-ρωσικές διαφορές εστιάζονται στην Ευρασία, ειδικά στα ζητήματα της Γεωργίας και Ουκρανίας. Στην περίπτωση της Ουκρανίας το πρόβλημα της χώρας αποδίδεται αποκλειστικά στη διεμβολιτική δράση της Μόσχας. Ωστόσο έχουν διατυπωθεί και απόψεις που θέτουν και άλλες διαστάσεις του ζητήματος. Μία από αυτές εκτιμά ότι «είναι σημαντικό να αποφεύγουμε ακραίες προσεγγίσεις όταν προσεγγίζουμε το ζήτημα των ευαίσθητων σχέσεων Ουκρανίας – Ρωσίας και τον τρόπο που αυτές επηρεάζουν τη σταθερότητα της Ουκρανίας. Μία ακραία θέση είναι να αποδίδουμε πλείστα αν όχι όλα τα εσωτερικά προβλήματα της χώρας στην περιβόητη εμφανή ή λιγότερο εμφανή εμπλοκή της Μόσχας»[9]. Το εγγενές πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ουκρανία είναι ο αυτοπροσδιορισμός ενός σημαντικού τμήματος των πολιτών της ως Ρώσων. Πρακτικά αυτό αποτελεί το ισχυρότερο όπλο της Μόσχας στην προσπάθεια της να ελέγξει τα πολιτικά δρώμενα και στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας.

Από γεωπολιτικής σημασίας η προσπάθεια διεύρυνσης της Ατλαντικής Συμμαχίας δημιουργεί προβλήματα στη Μόσχα. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς είναι σαφές ότι η Ρωσία αποτελεί το κλειδί για τη σταθερότητα στον Καύκασο. Ωστόσο η στρατηγική της Ουάσινγκτον δεν επιτρέπει τη διαμόρφωση ενός συνεργατικού κλίματος από πλευράς Μόσχας. Για όσο καιρό η Ρωσία αισθάνεται ότι αποτελεί στόχο μίας πολιτικής ανάσχεσης και απομόνωσης δεν θα υιοθετεί συνεργατικές πολιτικές. Η αμερικανική πολιτική αποτροπής διαμόρφωσης συνθηκών πολυπολικότητας στο διεθνές σύστημα καθώς και η δραματική κλιμάκωση της αντιπαράθεσης Γεωργίας – Ρωσίας με πρωτοβουλία του κ. Σαακασβίλι αποτελούσαν προκλήσεις που δεν θα μπορούσαν να μείνουν χωρίς απάντηση από μία χώρα που αναζητά ουσιαστικά ένα περιφερειακό ρόλο. Σύμφωνα με τον Richard Falk «η ρωσική συμπεριφορά φαίνεται κυρίως να υποκινείται από μια παραδοσιακά περιορισμένη «χωροταξικά» προσπάθεια για την εγκαθίδρυση μιας φιλικής και σταθερής από άποψη ασφάλειας ζώνης σε χώρες κοντά στα σύνορά της. Επαναδιεκδικεί τη δημιουργία μιας σφαίρας επιρροής με ιστορικές καταβολές. Μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη συμπεριφορά της Ρωσίας ως μια προσπάθεια να εξασφαλίσει εμμέσως τον έλεγχο του αποκαλούμενου «εγγύς εξωτερικού» (near abroad) που χάθηκε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης»[10].

Στα ζητήματα της Ν. Οσετίας και Αμπχαζίας[11] η Μόσχα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο[12] ενώ η πολιτική του κ. Σακασβίλι ουσιαστικά έδωσε την ευκαιρία στη Μόσχα να θέσει τα θεμέλια για τη μελλοντική de jure απόσχιση και ανεξαρτητοποίηση των δύο ουσιαστικά αυτόνομων Γεωργιανών επαρχιών. Την πολιτική της Μόσχας ενίσχυσαν επί της ουσίας και οι ΗΠΑ με την πολιτική τους στο ζήτημα του Κοσόβου, το οποίο είναι σαφές ότι δεν αποτελεί μία sui generis περίπτωση αλλά ένα επικίνδυνο τετελεσμένο αφού τέθηκε στο περιθώριο ο ΟΗΕ και οι κανονιστικές του αρμοδιότητες. Στο παρελθόν είχε καταστεί σαφές ότι οι Ρώσοι δεν διευκόλυναν την επίλυση των ζητημάτων με τη Γεωργία αφού «οι Γεωργιανοί δεν αντιμετώπιζαν το πρόβλημα των Τσετσένων στο Pankisi»[13]. Διαχρονικά η πολιτική της Μόσχας διαμορφώνεται με βάση την ορθή ή λανθασμένη αντίληψη ότι δεν επιχειρείται απλά η απομόνωση της αλλά και μία εξωτερική προσπάθεια δημιουργίας ή διόγκωσης εσωτερικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει όσον αφορά τα ζητήματα της Τσετσενίας[14] και του Νταγκεστάν[15].

Με την παρούσα πολιτική τους οι Αμερικανοί υποβαθμίζουν τη σημασία της Μόσχας στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας και ανοίγουν ουσιαστικά ένα νέο μέτωπο αντιπαράθεσης. Η συνεργασία της Ρωσίας στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας είναι θεμελιώδης για μία σειρά από λόγους[16]. Πρώτον, η δημιουργία μίας διευρυμένης συμμαχίας κατά της διεθνούς τρομοκρατίας απαιτείται να θεμελιωθεί επί ενός σταθερού και όχι απλά ad hoc άξονα καθώς η δράση των τρομοκρατών δεν έχει ημερομηνία λήξης. Δεύτερον, οι ΗΠΑ χρειάζονται ένα στρατηγικό εταίρο στην περιοχή της Ευρασίας ώστε να μην καταστεί η περιοχή καταφύγιο τρομοκρατών. Τρίτον, η σημασία της Ρωσίας για τη διεθνή ασφάλεια είναι ιδιαίτερα σημαντική. Οι όποιες εναλλακτικές επιλογές δεν διαθέτουν τα ποιοτικά πλεονεκτήματα που παρουσιάζει η Μόσχα στην προσπάθεια ενίσχυσης της διεθνούς ασφάλειας. Η παρούσα πολιτική των ΗΠΑ έναντι ης Μόσχας πρακτικά ενεργοποιεί εκ νέου τη «μετα-ιμπεριαλιστική ρητορική» της Μόσχας όπως αυτή είχε εκφραστεί κατά τη δεκαετία του ‘90. Το 1997 ο Sergei Karaganov, μέλος του Προεδρικού Συμβουλίου της χώρας είχε εμφατικά δηλώσει ότι «μία ζωτική προτεραιότητα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής θα πρέπει να καταστεί είτε η επανενσωμάτωση των περιοχών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης είτε η διατήρηση αυτής της περιοχής ως μίας ζώνης αποκλειστικά ρωσικής επιρροής…η Ρωσία δεν έχει άλλη επιλογή από το να αναλάβει ένα μετα-ιμπεριαλιστικό ρόλο»[17]. Είναι σαφές ότι έκτοτε η Μόσχα αναζητούσε τρόπους επανάκαμψης στη διεθνή πολιτική κάτι που συνέβη επί διακυβέρνησης Πούτιν με αιχμή του δόρατος τη ρωσική ενεργειακή πολιτική και τη διεμβολιτική δράση των Ρώσων στη νοτιο-ανατολική Ευρώπη. Η πολιτική αυτή αξιολογήθηκε ως κίνδυνος κατά της ικανότητας των ΗΠΑ να λειτουργούν ως η eminence grise στην περιοχή, γεγονός που επέβαλλε την επιτάχυνση των διαδικασιών διεύρυνσης του ΝΑΤΟ με στόχο την ανάσχεση της ρωσικής επιρροής και την ενίσχυση του Ατλαντισμού.

Το σχέδιο αποτελεί παράμετρο της ευρύτερης αμερικανικής στρατηγικής η οποία θεμελιώνεται[18] πρώτον στον έλεγχο των κοινών, δεύτερον στη μετεξέλιξη του ΝΑΤΟ σε παγκόσμια συμμαχία, στην υποβάθμιση του κανονιστικού και ρυθμιστικού ρόλου του ΟΗΕ και τρίτον στην ενίσχυση του Ατλαντισμού εντός της ΕΕ[19]. Οι παραπάνω άξονες της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής αποτελούν προσπάθειες εμπέδωσης μίας νέας τάξης πραγμάτων σε επίπεδο δομής, κατανομής ισχύος και θεσμικής αποτύπωσης του διεθνούς συστήματος που αναφέρονται με σαφήνεια στην εδραίωση συνθηκών που υπερκαλύπτουν το συμβατικό πλαίσιο της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας. Τα πολυεπίπεδα στοιχεία της αμερικανικής δράσης και επιλογών περιλαμβάνουν σαφή στοιχεία ενός επιθετικού Ρεαλισμού.

Ευρω-ρωσικές σχέσεις: ο αμερικανικός παράγοντας και τα ελληνικά διλήμματα

Στο πρώτο στάδιο διαμόρφωσης της νέας τάξης πραγμάτων η αμερικανική εξωτερική πολιτική έναντι της Ρωσίας θεμελιώθηκε στην ανάγκη μη απομόνωσης της Μόσχας. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο πρόεδρος Μπους έδειξε να μην αντιμετωπίζει τη Ρωσία ως προϊόν μίας ηττημένης υπερδύναμης. Η πολιτική αυτή προκάλεσε αντιδράσεις εντός των ΗΠΑ. Όπως επισημάνθηκε, «με την ανάδειξη της μετα-διπολικής τάξης πραγμάτων επιδείξαμε ιδιαίτερο ζήλο προκειμένου να μην οδηγήσουμε τη Ρωσία στη διεθνή απομόνωση. Με αυτόν τον τρόπο επιτρέψαμε την ατζέντα προτεραιοτήτων της Μόσχας να υπαγορεύσει τις δικές μας προτεραιότητες και βρεθήκαμε να αναζητούμε τρόπους να ανταμείψουμε τη Μόσχα για την απώλεια επιρροής της»[20].

Η πολιτική Κλίντον υιοθέτησε μία ήπια πολιτική και προσέγγισε τη Μόσχα παρά την εμφανή ή λιγότερο εμφανή αδυναμία του Μ. Γιέλτσιν να κυβερνήσει. Ο Μ. Κλίντον μάλιστα κατηγορήθηκε ότι «αναβίβασε τη διαδικασία αναδιάρθρωσης των εσωτερικών δομών της χώρας σε πρώτη προτεραιότητα της διακυβέρνησης του»[21]. Οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής Μπούς και Κλίντον θεμελιώθηκαν σε έναν άξονα συνέχειας και στήριξης της Μόσχας με στόχο την επιτάχυνση της διαδικασίας από-κομμουνιστικοποίησης της χώρας. Στόχος ήταν ο εκδημοκρατισμός της χώρας και η διαμόρφωση ενός πλαισίου εποικοδομητικής διεθνούς δράσης. Αυτό αποτελούσε μία σώφρονα στρατηγική επιλογή στην προσπάθεια να μετεξελιχθεί ένας πρώην αντίπαλος σε δυνητικό σύμμαχο. Ο John L. Gaddis αξιολόγησε τους στόχους αυτής της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Μόσχας ως «μία προσπάθεια αποκατάστασης ενός ηττημένου αντιπάλου και αναβίβασης του σε κοινωνό στο νέο διεθνές σύστημα»[22].

Από την πλευρά τους οι Ευρωπαίοι στήριξαν μία πολιτική προσέγγισης της Μόσχας αν και αναγνώρισαν με σαφήνεια τις αδυναμίες της να σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα και διαμορφώσει ένα λειτουργικό δημοκρατικό πλαίσιο διακυβέρνησης και ένα πλουραλιστικό πολιτικό σύστημα. Πρακτικά ήταν σαφές ότι ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να μετεξελιχθεί η Ρωσία σε μία δυτικού τύπου δημοκρατία, χωρίς να απειληθεί η συνοχή της χώρας και η εδαφική ακεραιότητα της. Υπό αυτό το πρίσμα η επιβίωση της αποτέλεσε πρώτη προτεραιότητα και όχι η ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών. Αυτό έγινε άτυπα αποδεκτό από τους Ευρωπαίους παρά την άσκηση κριτικής κατά της Μόσχας. Η ευελιξία των Βρυξελλών υπαγορεύθηκε από την ανάγκη μη απομόνωσης της Ρωσίας και η επιθυμία να μην εξελιχθεί σε μία υπαρκτή απειλή για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Η λογική πίσω από την πολιτική της ΕΕ ήταν ότι η πολυεπίπεδη θεσμική συνεργασία με τη Ρωσία θα επέτρεπε στους Ευρωπαίους αν όχι να την ελέγξουν τουλάχιστον να διαμορφώσουν πτυχές της διεθνούς συμπεριφοράς της[23] και να λειτουργήσουν ως άξονας μίας προσπάθειας κοινωνικοποίησης της μέσω της συμμετοχής της σε διεθνείς οργανισμούς. Αυτή η ανάγκη οδήγησε μάλιστα το 1996 κάποιους Ευρωπαίους εταίρους, ιδιαίτερα τους Γάλλους, να στηρίξουν τη συμμετοχή της στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Ο τότε Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών Herve de Charette εκτίμησε ότι η συμμετοχή της Μόσχας στο Συμβούλιο της Ευρώπης αποτελούσε «ένα μέσο διαμόρφωσης διαύλων επικοινωνίας με τη Μόσχα» [24] λογική που υπαγόρευσε και την παρούσα πολιτική της ΕΕ έναντι της Μόσχας.

Η ρωσική εξωτερική πολιτική μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου χαρακτηρίστηκε αρχικά από μία υποδόρια και ενίοτε σαφή εσωστρέφεια κυρίως λόγω ανεπάρκειας της πολιτικής ηγεσίας, ωστόσο σταδιακά και με την άνοδο στην εξουσία του Β. Πούτιν κατέστησε τη χώρα σημαντική παράμετρο της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Η προσέγγιση της ΕΕ κατέστη στόχος της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Παράλληλα τα τρομοκρατικά χτυπήματα κατά των ΗΠΑ δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες για μία αμερικανο-ρωσική προσέγγιση καθώς ΗΠΑ και Ρωσία είχαν αποτελέσει θύματα τρομοκρατικών χτυπημάτων.

Η ρωσική πολιτική, παρά την έκφραση ενός μιλιταριστικού μπραβάντο στη Γεωργία, είναι επί της ουσίας αμυντικογενής. Η Μόσχα κλιμακώνει τη δράση της υπερασπιζόμενη ζωτικά εθνικά συμφέροντα της αλλά και την προσπάθεια των ΗΠΑ να ανασχέσουν τη ρωσική επιρροή. Στο παρελθόν η πολιτική ανάσχεσης αφορούσε «τις πολιτικές πτυχές της σοβιετικής ισχύος…προϊόν ιδεολογίας και συγκεκριμένων συνθηκών…τη σύγκρουση του καπιταλισμού και σοσιαλισμού» σύμφωνα με το George Kennan[25]. Οι σημερινές συνθήκες αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ δε συνιστούν οντολογικά και στρατηγικά ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο αφού καταγράφονται μία σειρά ποιοτικές διαφορές έναντι της αντιπαράθεσης Ανατολής-Δύσης.

Πρώτον, στην παρούσα κρίση δεν υφίσταται ούτε κατ΄ επίφαση ένας ιδεολογικός πόλεμος ανάμεσα σε δύο εναλλακτικά μοντέλα, δύο ανταγωνιστικές κοσμοθεωρίες. Ουσιαστικά έχουμε μία σαφή αντιπαράθεση εθνικών συμφερόντων με βάση θεμελιώδεις αντιλήψεις του πολιτικού Ρεαλισμού.

Δεύτερον, η δράση των δύο αντιπάλων υπαγορεύεται από διαφορετικά κίνητρα. Το τέλος της διπολικής αντιπαράθεσης οδήγησε στη σταδιακή διαμόρφωση ενός μονο-πολιπολικού διεθνούς συστήματος με τις ΗΠΑ να κυριαρχούν αλλά να μην μπορούν να μετεξελιχθούν σε ηγεμόνα. Η υιοθέτηση από τις ΗΠΑ μίας πολιτικής επιθετικού Ρεαλισμού με στόχο την ηγεμονία ή μία λανθάνουσα ηγεμονία προσδιορίζεται ως επιθετική, γεγονός που προκάλεσε τη ρωσική αντίδραση αλλά και τον προβληματισμό άλλων αναδυόμενων περιφερειακών δυνάμεων. Επί της ουσίας η ρωσική πολιτική αλλά και σημαντικές εκφάνσεις της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής στοχεύουν στην ενίσχυση της πολυπολικότητας. Σε μία λιγότερο γνωστή ανάλυση του George Kennan που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1947 επισημαίνεται: «Το πρόβλημα αντιμετώπισης της διεθνούς συμπεριφοράς του Κρεμλίνου εστιάζεται στο εξής: οι εγγενείς επεκτατικές βλέψεις του θα πρέπει να ανασχεθούν σε κάθε περίπτωση με την επίδειξη ανάλογης ισχύος που θα καταστήσει σαφές ότι η όποια προσπάθεια να αντιδράσει περαιτέρω θα αποβεί επιζήμια για τα σοβιετικά συμφέροντα»[26]. Αν και στην ίδια μελέτη ο πνευματικός πατέρας του δόγματος της ανάσχεσης είχε μιλήσει για «τα προκλητικά παράγωγα μίας ιδεολογίας απαραίτητης για το καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης» σήμερα η Μόσχα δεν λειτουργεί με ιδεολογικά κίνητρα αλλά με όρους διατήρησης σε πρώτη φάση και στη συνέχεια ενίσχυσης της εθνικής ισχύος της. Ουσιαστικά η πρώτη προτεραιότητα της Ρωσίας παραπέμπει στον αμυντικογενή ρεαλισμό του K. Waltz και στη συνέχεια στον επιθετικό ρεαλισμό του J. Mearsheimer. Η αμερικανική πολιτική ανάσχεσης και η λανθασμένη πολιτική Σαακασβίλι ουσιαστικά ενεργοποίησε δραματικά τα ρωσικά γεωστρατηγικά αντανακλαστικά και την έκφραση ενός επικοινωνιακά αξιολογούμενου επιθετικού ρεαλισμού.             

Τρίτον, η ρωσική στρατηγική, για λόγους σκοπιμότητας, εστιάζεται στη διατήρηση του ρυθμιστικού, κανονιστικού ρόλου του ΟΗΕ. Το 1947 ο George Kennan άσκησε κριτική στην πολιτική των σοβιετικών να αμφισβητήσουν το θεσμικό οικοδόμημα του δυτικού κόσμου, τουλάχιστον όσον αφορά τους διεθνείς οργανισμούς. Σήμερα είναι οι ΗΠΑ αυτές που αμφισβητούν τον κανονιστικό και ρυθμιστικό ρόλο του ΟΗΕ, στηρίζοντας μία «μετα-ΟΗΕ τάξη πραγμάτων»[27] καθώς η υφιστάμενη δεν ευνοεί την πλανητική πλέον στρατηγική της Ουάσινγκτον. Είναι η διεθνής δράση των ΗΠΑ αυτή που προκαλεί αντιδράσεις, δημιουργεί διλήμματα ασφάλειας, ενεργοποιεί αρνητικά τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς ανά τον κόσμο και καταλύει με sui generis αποφάσεις την εθνική κυριαρχία όπως συνέβη στην περίπτωση της Σερβίας (Κόσοβο). Αυτή η τελευταία περίπτωση αποτέλεσε ουσιαστικά μία ευκαιρία για τη Μόσχα όχι μόνο να εκφράσει επιχειρησιακά και διπλωματικά την αντίθεση της σε ένα αμερικανοποιημένο διεθνές σύστημα αλλά και να προωθήσει εθνικά συμφέροντα της στην περίπτωση της Γεωργίας.                           

Οι ευρω-ρωσικές σχέ­σεις, παρά τις δυσκολίες στο ζήτημα της Ουκρανίας, αναπτύχθηκαν τα τελευταία έτη σημαντικά, κυρίως στο ενεργειακό πεδίο καθιστώντας τη Μόσχα στρατηγικό εμπο­ρικό και ενεργειακό εταίρο των Βρυξελλών, κάτι που αποτέλεσε πρόκληση για την αμερικανική υψηλή στρατηγική. Στην Ένατη Διάσκεψη Κορυφής ΕΕ-Ρωσίας στη Μόσχα στις 29-5-2002 αποφασίστηκε η δημιουργία του κοινού High-Level Group που αφορούσε τον Kοινό Eυρωπαϊκό Oικονομικό Xώρο (Common European Economic Space, CEES) με στόχο «να διαμορφωθεί μία αντίληψη για την ενίσχυση των ευρω-ρωσικών οικονομικών σχέσεων βασισμένη στον μακροστρατηγικό στόχο ενίσχυσης των σχέσεων μεταξύ των δύο»[28]. Η σταδιακή αλλά σταθερή προσέγγιση Βρυξελλών και Μόσχας αντιμετωπίσθηκε με καχυποψία από την Ουάσινγκτον η πολιτική της οποίας αποτέλεσε το σημαντικότερο εμπόδιο ποιοτικής αναβάθμισης των ευρω-ρωσικών σχέσεων. Η καχυποψία αυτή μετεξελίχθηκε σε μία συνειδητή προσπάθεια υπονόμευσης της στρατηγικής προσέγγισης Ευρώπης-Ρωσίας όταν επί διακυβέρνησης Β. Πούτιν η Ρωσία εμφανίσθηκε δυναμικά στη νότιο-ανατολική Ευρώπη. Ήταν πλέον σαφές ότι η Μόσχα δεν αποτελούσε απλά παράμετρο της εξίσωσης ασφαλείας στην Ευρώπη αλλά και έναν παράγοντα η σημασία του οποίου στο ενεργειακό πεδίο θα μπορούσε πρώτον να δημιουργήσει σχέσεις εξάρτησης της ΕΕ από τη Μόσχα και δεύτερον να λειτουργήσει ανταγωνιστικά όχι μόνο των αμερικανικών συμφερόντων αλλά και της ασύμμετρης αλληλεξάρτησης που χαρακτηρίζει διαχρονικά τις ευρω-αμερικανικές σχέσεις.

Σταδιακά η σημασία της Ρωσίας ως παροχός ενέργειας των χωρών μελών της ΕΕ ενισχύθηκε[29]. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Βρετανού πρωθυπουργού αναφορικά με το ενεργειακό ζήτημα ότι «δεν θα καταστούμε όμηροι της Ρωσίας»[30]. Ουσιαστικά η κρίση στη Γεωργία αποτελεί ευκαιρία για εκείνους που επιθυμούν να αποσταθεροποιήσουν τις ευρω-ρωσικές σχέσεις.    

Μία πολιτική απομόνωσης ή στρατηγική περικύκλωσης της Ρωσίας θα πρέπει να απορριφθεί από πλευράς ΕΕ καθώς θα ενεργοποιήσει αρνητικά μία καθοριστική παράμετρο της ευρωπαϊκής ασφάλειας και θα ακυρώσει πρακτικά τα πλεονεκτήματα της ευρω-ρωσικής προσέγγισης. Η Ρωσία αποτελεί σημαντικό στρατηγικό, εμπορικό και ενεργειακό εταίρο της ΕΕ[31]. Υπό αυτό το πρίσμα η διαμόρφωση ενός πλαισίου τριμερούς συνεργασίας ΕΕ-ΗΠΑ-Ρωσίας θα ήταν επιθυμητή και θα επέτρεπε σε Βρυξέλλες και Ουάσινγκτον να αποσβέσουν ευκολότερα επί μέρους ασυμβατότητες με τη Μόσχα. Ωστόσο η ανεπάρκεια της ΕΕ στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής, ο καταλυτικός ρόλος του ΝΑΤΟ για την ευρωπαϊκή ασφάλεια αλλά και η πολιτική της «νέας Ευρώπης» δεν επιτρέπει στους Ευρωπαίους να λάβουν καινοτόμες πρωτοβουλίες. Επιπλέον μία τέτοια ενεργοποίηση πιθανόν να τους έφερνε σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ. Σε κάθε περίπτωση το πλαίσιο στρατηγικής αλληλόδρασης μεταξύ ΕΕ-ΗΠΑ-Ρωσίας προσδιορίζεται σε σημαντικό βαθμό από τις επιλογές της Ουάσινγκτον και τον τρόπο αντίδρασης της στην ανάδειξη ενός πολυπολικού συστήματος.

Η αναγνώριση των ρωσικών ζωτικών συμφερόντων στην περιοχή της Ευρασίας αποτελεί προϋπόθεση επίδειξης συνεργατικού πνεύματος από πλευράς Μόσχας. Μία τέτοια στρατηγική θα καταστήσει τη Ρωσία εταίρο στη νέα τάξη πραγμάτων, ωστόσο προϋποθέτει τη θεμελιώδη μεταβολή της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής και την ουσιαστική ενεργοποίηση των Ευρωπαίων εταίρων. Η εμμονή της Ουάσινγκτον στην άσκηση μίας ηγεμονικής εξωτερικής πολιτικής μπορεί να της στερήσει συμμάχους στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Ο William Wallace επεσήμανε ότι «οι μονομερείς αποφάσεις έχουν κόστος. Ακόμα και αν επιβληθούν σε τρίτες χώρες ενισχύουν τις τάσεις αντίστασης και μη συνεργασιμότητας σε άλλα πεδία στα οποία διακυβεύονται αμερικανικά συμφέροντα»[32].

Σημαντική παράμετρος προσδιορισμού των ευρω-ρωσικών σχέσεων είναι το ζήτημα της Ουκρανίας, γεγονός που καθιστά δύσκολη την ευρω-ουκρανική προσέγγιση και τη στρατηγική που θα υιοθετηθεί στην επερχόμενη διάσκεψη του Σεπτεμβρίου στο Εβιάν της Γαλλίας. Η άποψη του Κιέβου είναι ότι η διαμεσολάβηση της Γερμανίας μπορεί να λειτουργήσει εποικοδομητικά λόγω των στενών δεσμών της με τη Μόσχα[33], ωστόσο θα πρέπει να προσεγγιστεί οντολογικά η όποια προοπτική ένταξης της Ουκρανίας με προσδιοριστική παράμετρο όχι μόνο τη ρωσική πολιτική αλλά τη συνοχή της ΕΕ και την ενίσχυση του Ατλαντισμού εντός της Ένωσης.

Από την πλευρά της η απόφαση της Μόσχας να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία Ν. Οσετίας και Αμπχαζίας δεν έτυχε επί του παρόντος της στήριξης των χωρών μελών του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης αφού οι αποσχιστικές τάσεις στην περιοχή αποτελούν κοινό πρόβλημα και ορισμένων εκ των συμβαλλομένων μελών, ειδικά της Κίνας. Οι εταίροι της Μόσχας απλά αναγνώρισαν «τον ενεργό ρόλο της Ρωσίας στην ειρηνευτική διαδικασία και ενίσχυση της ειρήνης στην περιοχή»[34]. Η στρατηγική της Μόσχας αναμένεται να διαμορφωθεί με άξονες την προσπάθεια αναγνώρισης των δύο αυτόνομων δημοκρατιών της Γεωργίας από τρίτες χώρες και τον πολιτικό έλεγχο των φιλο-ρωσικών ηγεσιών τους. Εξ άλλου η «sui generis» περίπτωση του Κοσόβου αποτελεί ισχυρό όπλο στα χέρια της Μόσχας κάτι που προφανώς δεν είχαν αξιολογήσει ορθά όσοι στήριξαν το διαμελισμό της Σερβίας με μονομερείς αποφάσεις που ελήφθησαν εκτός του κανονιστικού πλαισίου του ΟΗΕ.

Σε συνέντευξη του στο Der Spiegel[35] Ε. Σεβαρνάτζε εκτίμησε ότι η ρωσική πολιτική διαμορφώθηκε με βάση την αντίληψη ότι «τα συμφέροντα των Ρώσων αγνοήθηκαν». Επιπλέον υπογράμμισε ότι «εδώ και μία δεκαετία υποστηρίζουμε την ειρηνική επίλυση του ζητήματος των αυτόνομων δημοκρατιών. Είχαμε καταφέρει να πείσουμε για αυτό πολλούς στην Αμπχαζία και Ν. Οσετία. Δεν έπρεπε να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια εξεύρεσης ειρηνικής λύσης…ο πόλεμος μας φέρνει πίσω τουλάχιστον δέκα χρόνια». Καταλυτική εξέλιξη για τον ίδιο ήταν η απόφαση στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ τον περασμένο Απρίλιο γεγονός που στοχοποιεί τους Ευρωπαίους συμμάχους που τάχθηκαν ουσιαστικά κατά της ένταξης της Γεωργίας στη Συμμαχία.

Η πολιτική Σαακασβίλι έναντι της Μόσχας, μετά την άνοδο του στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2004 θεμελιώθηκε ρητορικά, και πρόσφατα επιχειρησιακά, σε μία αποτυχημένη στρατηγική προσδιοριζόμενη από τη χρήση των διαθέσιμων μέσων έναντι του στόχου που έθεσε. Πιο συγκεκριμένα η ηγεσία της Γεωργίας δεν αποτίμησε ορθά τα μέσα που διέθετε, το μέγεθος της στήριξης που θα της παρείχαν η ΕΕ και οι ΗΠΑ, την αντίδραση της Μόσχας στην προσπάθεια της να μεταβάλλει το καθεστώς στη Ν. Οσετία. Επί σειρά ετών ο κ. Σαακασβίλι υιοθέτησε μία πολιτική υψηλού κόστους, χρησιμοποίησε προς όφελος του στερεότυπα άλλων εποχών[36], υιοθέτησε σκληρή γραμμή στο ζήτημα του κλεισίματος των ρωσικών βάσεων από τη Γεωργία στα πλαίσια της Συνθήκης CFE και υπερεκτίμησε την προθυμία Αμερικανών και κυρίως Ευρωπαίων να τον στηρίξουν σε βάρος της σχέσης τους με τη Μόσχα.

Η σκλήρυνση της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Μόσχας λαμβάνει χώρα σε μία εποχή κατά την οποία οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν προβλήματα το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Ο Henry Kissinger μάλιστα εκτίμησε ότι «η στρατιωτική επικράτηση στο Ιράκ δεν είναι δυνατή…θα πρέπει κάποιος να είναι έτοιμος να διαπραγματευθεί με τους αντιπάλους του»[37] αξιολόγηση που έμμεσα ή άμεσα παραπέμπει στην αντίληψη του John Mearsheimer για «υπολογισμένη επιθετικότητα».

Τα ελληνικά διλήμματα

Η διαμόρφωση ενός συντονισμένου σχεδίου επανάκαμψης της Μόσχας στη διεθνή πολιτική με τη διεμβολιτική δράση της στη νοτιοανατολική Ευρώπη και τη ρωσική ενεργειακή πολιτική αποτέλεσε πρόκληση για τις ΗΠΑ. Ουσιαστικά η περιοχή κατέστη πεδίο αντιπαράθεσης εξωσυστημικών δρώντων γεγονός που δημιουργεί διλήμματα και στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Οι ΗΠΑ έθεσαν ως προτεραιότητα τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ στη νοτιο-ανατολική Ευρώπη και τη δημιουργία μίας διευρυμένης ατλαντικής ασπίδας ώστε να ανασχεθεί η ρωσική επιρροή. Με βάση αυτόν τον στρατηγικό στόχο η όποια προσπάθεια διευκόλυνσης του ρωσικού ανοίγματος στα Βαλκάνια αποτέλεσε a priori εχθρική προς τα αμερικανικά συμφέροντα ενέργεια. Αυτή η στρατηγική αντίληψη δημιουργεί προβλήματα στην Ελλάδα μετά το άνοιγμα της Αθήνας προς τη Μόσχα και τη συνεργασία στο ενεργειακό πεδίο, ενώ επηρεάζει και την αμερικανική πολιτική σε ζητήματα που βρίσκονται στις άμεσες προτεραιότητες της Αθήνας (Μακεδονικό, ελληνο-τουρκικά).

Στην περίπτωση της Ελλάδας η αντιπαράθεση ΗΠΑ-Ρωσίας αποτελεί σαφέστατα μία πρόκληση για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Η Ελλάδα καλείται να εξισορροπήσει ανάμεσα στις δεσμεύσεις της ως χώρας μέλους της Ατλαντικής Συμμαχίας, της διαφύλαξης του πλαισίου των ελληνο-ρωσικών σχέσεων και συνεργασίας στο ενεργειακό πεδίο, της ανάγκης προώθησης εντός της ΕΕ πολιτικών προσέγγισης με τη Μόσχα, της αποφυγής στοχοποίησης της από τις ΗΠΑ αλλά και της στήριξης πολιτικών που δεν συνιστούν τετελεσμένα, τουλάχιστον όσον αφορά το σεβασμό της εδαφικής κυριαρχίας και ακεραιότητας.

Η ελληνο-ρωσική προσέγγιση αξιολογήθηκε αρνητικά από τις ΗΠΑ αφού η Ουάσινγκτον πρακτικά απαιτεί από τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ να συμπαραταχθούν άνευ όρων με την ευρύτερη στρατηγική τους θυσιάζοντας τα εθνικά τους συμφέροντα λειτουργώντας στα πλαίσια της λογικής του groupthink.

Βιβλιογραφία

Asmus D. Ronald, «Europe’s Eastern Promise», Foreign Affairs, January / February 2008.

Baran Zeyno, «Fighting the War of Ideas», Foreign Affairs, November/December 2005.

Brown Michael (ed.), America’s Strategic Choices, The MIT Press, Massachussetts, 2000.

Gaddis L. John, United States and the End of the Cold War, Oxford University Press, New York, 1992.

Garnett Sherman, “Rusia’s Illusory Ambitions”, Foreign Affairs, March / April, 1997.

Haass Richard, «What to Do with American Primacy», Foreign Affairs, September / October 1999.

Halper Stefan & Jonathan Clarke, America Alone, The Neo-Conservatives and the Global Order, Cambridge University Press, Cambridge, 2004.

Hutchings L. Robert, American Diplomacy and the End of the Cold War, The John’s Hopkins University Press: Baltimore, 1997.

Jaworsky John, Ukraine: Stability and Instability, McNair Paper 42, August 1995, Institute for National Strategic Studies, National Defence University: Washington D. C..

Mead Russell Walter, God and Gold: Britain, America, and the Making of the Modern World, Knopf, 2007.

Mearsheimer John, Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, Ποιότητα, Αθήνα, 2007.

Morgenthau Hans, The Purpose of American Politics, Vintage, New York, 1960.

Morse L. Edward & James Richard, “The Battle for Energy Dominance”, Foreign Affairs, March/April 2002.

Nye Joseph, Ήπια ισχύς, Παπαζήσης, Αθήνα, 2005.

Rice Condoleeza, «Campaign 2000: Promoting the National Interest», Foreign Affairs, January / February 2000.

Shevtsova Lilia, http://www.the-american-interest.com/ai2/article.cfm?Id=338&MId=16

Unpublished Kennan paper, “The Soviet Way of Thought and Its Effect on Foreign Policy,” January 24, 1947, Kennan Papers, Box 16

Voskopoulos George, Transatlantic Relations and European Integration, realities and dilemmas, ICFAI University Press, Hyderabad, 2006.

Walt Stephen, «Taming American Power», Foreign Affairs, September / October 2005.

Wohlforth William, “U. S. Strategy in a Unipolar World” στο G. Ikenberry (ed.), America Unrivaled, the future of the balance of power, Cornell University Press, Ithaca, 2002.

Wolfowitz Paul, “Clinton’s First Years”, Foreign Affairs, January/February 1994.

Βοσκόπουλος Γ., Η Οικοδόμηση της Ευρώπης, ειρήνη, συμφιλίωση, συνεργασία, ολοκλήρωση, Ποιότητα, Αθήνα, 2008.

Κονδύλης Π., Από τον 20ο στον 21ο Αιώνα, τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, Θεμέλιο, Αθήνα, 1998.

American Grand Strategy: Global Security in the 21st Century—the Role of the United States, March 7, 2006, Council on Foreign Relations, “The Case for Goliath: How America Acts as the World’s Government in the 21st Century”.

«The Sources of Soviet Conduct» By X, Foreign Affairs, July 1947.

The EU’s relations with Russia, Ninth EU-Russia Summit, Moscow, 29-5-2002, Joint Statement

«Germany Seen as Key to Ukraine’s Ties to the West», http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,575224,00.html

«Russia Made a Tactical Error», http://www.spiegel.de/international/0,1518,575187,00.html, 29-8-2008.

«This War Could Have Been Avoided», http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,574522,00.html, 26-8-2008.

«Russia Wants to Change the Map of Europe by Violence», http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,druck-574968,00.html, Spiegel, 28-8-2008.


[1] Βλ. ενδεικτικά «Russians fear a new Cold War», The Times, 12.3.1997 /«Security for all Europe», The Times, 10.3.1997 / «NATO expansion would be «biggest error in years», The Times / «The new escalation», The Times, 19.2.1997 / «US in fresh bid to ease Russian fears over NATO», Financial Times, 19.2.1997 / «NATO chief says Moscow ready for Security deal», The Times, 5.3.1997 / «Albright fails to convince Kremlin on NATO expansion», The Times, 22.2.1997.

[2] Βλ. «ΗΠΑ-Ρωσία», Ελευθεροτυπία, 2-4-1997, σ. 27 και «Οι όροι συμβιβασμού NATO-Ρωσίας», Επενδυτής, 17/18.5.1997.

[3] Σχόλιο του William Plaff της International Herald Tribune,. Βλ. Ελευθεροτυπία, «ΗΠΑ-Ρωσία», 2-4-1997, σ. 27.

[4] Βλ. «Russia condemns US missile deal», BBC News, 20 August 2008, http://news.bbc.co.uk/2/low/europe/7573409.stm

[5] Βλ. Alexis de Tocqueville, edited by J. P. Mayer, Democracy in America, New York, Doubleday, 1969, σσ. 412-413.

[6] Βλ. «Russia Wants to Change the Map of Europe by Violence», http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,druck-574968,00.html, Spiegel, 28-8-2008.

[7] Βλ. Sherman Garnett, “Rusia’s Illusory Ambitions”, Foreign Affairs, March / April, 1997.

[8] Για το άνοιγμα της Ρωσίας στους Ευρωπαίους, την προσπάθεια σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος στη χώρα και ενίσχυσης της ρωσικής οικονομίας βλ. Daniel Treisman, “Russia Renewed?”, Foreign Affairs, November / December 2002.

[9] Βλ. John Jaworsky, Ukraine: Stability and Instability, McNair Paper 42, August 1995 (Institute for National Strategic Studies, National Defence University: Washington D. C.), σ. 45.

[10] Βλ. την ανάλυση του Richard Falk, καθηγητή του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο «Μια αποτίμηση της κρίσης στη Γεωργία», Ελευθεροτυπία, 21-8-2008.

[11] Βλ. την ανάλυση στο Robert McMahon, “Abkhazia dispute defies a UN solution”, 15-11-2002, TOL. 

[12] Δυτικός διπλωμάτης φέρεται να έχει δηλώσει ότι «τίποτα δεν μπορεί να συμβεί χωρίς την ενεργό συμμετοχή και συνεργασία των Ρώσων». Ibid.

[13] Ibid.

[14] Το Μάρτιο του 2001 η επίσκεψη του αυτοαποκαλούμενου Τσετσένου ΥΠΕΞ στις ΗΠΑ αποτέλεσε σαφή πρόκληση για τη Μόσχα αφού το τσετσενικό ζήτημα συνιστά απειλή κατά της εδαφικής κυριαρχίας της Ρωσίας. Η αμερικανική πολιτική προκάλεσε αντιδράσεις στη Μόσχα, ενίσχυσε τις απόψεις των πλέον ακραίων και καθόρισε τη στάση του Β. Πούτιν έναντι του Aslan Maskadov. Βλ. “Putin Sees Chechnya Peace Without Maskhadov”, Reuters, 10-11-2002.

[15] Βλ. την ανάλυση των Rajan Menon & Graham E. Fuller, “Russia’s Ruinous Chechen War”, Foreign Affairs, March/April 2000.

[16] Βλ. George Voskopoulos, “U.S., Terrorism, International Security and Leadership: Toward a U.S.-EU-Russia Security Triangle” Demokratizatsiya, Washington D.C., 2003.

[17] Βλ. Y. Fedorev, “Russia’s Caspian Politics: To Elite Consensus”, Mnenie 1, November 1997, σ. 19.

[18] Βλ. Γ. Βοσκόπουλος, Εξωτερική Πολιτική, Στρατηγική και Άμυνα, ο.,π.

[19] Βλ. την ανάλυση στο Γ. Βοσκόπουλος, Η Οικοδόμηση της Ευρώπης, ειρήνη, συμφιλίωση, συνεργασία, ολοκλήρωση, Ποιότητα, Αθήνα, 2008.

[20] Βλ. Robert L. Hutchings, American Diplomacy and the End of the Cold War, The John’s Hopkins University Press: Baltimore, 1997, σ. 351.

[21] Ibid.

[22] Βλ. John L. Gaddis, United States and the End of the Cold War, Oxford University Press, New York, 1992, σ. 211.

[23] Αυτή τη λογική αντανακλούσε και η ευρω-ρωσική συμφωνία (Νοέμβριος 2002) που αφορούσε το ζήτημα του Καλίνινγκραντ. Βλ. Natalia Kuznetsova, “Russia: Cutting Deals, Cutting Comments”, TOL (russia.tol.cz), 12-18/11/2002.

[24] Βλ. Ελευθεροτυπία, 26-1-1996.

[25] Βλ. «The Sources of Soviet Conduct» By X, Foreign Affairs, July 1947.

[26] Unpublished Kennan paper, “The Soviet Way of Thought and Its Effect on Foreign Policy,” January 24, 1947, Kennan Papers, Box 16.

[27] Βλ. John Bolton *****

[28] Βλ. The EU’s relations with Russia, Ninth EU-Russia Summit, Moscow, 29-5-2002, Joint Statement.

[29] Μάλιστα κάποιοι αναλυτές εκτίμησαν ότι η Μόσχα θα μπορούσε να αντικαταστήσει τη Σ. Αραβία ως κύριο προμηθευτή των δυτικών χωρών στο ενεργειακό πεδίο. Βλ. Edward L. Morse & James Richard, “The Battle for Energy Dominance”, Foreign Affairs, March/April 2002.

[30] «Russia will not hold us to ransom – Brown», The Guardian, http://www.guardian.co.uk/politics/2008/aug/31/gordonbrown.russia, 31-8-2008.

[31] Αυτό υπογραμμίστηκε στη Δέκατη Διάσκεψη Κορυφής ΕΕ-Ρωσίας το Νοέμβριο του 2002.

[32] Βλ. William Wallace, “Europe, the Necessary Partner”, Foreign Affairs, May/June 2001.

[33] Βλ. «Germany Seen as Key to Ukraine’s Ties to the West», http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,575224,00.html

[34] Βλ. «Russia Made a Tactical Error», http://www.spiegel.de/international/0,1518,575187,00.html, 29-8-2008.

[35] Βλ. «This War Could Have Been Avoided», http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,574522,00.html, 26-8-2008.

[36] «Οι βάσεις αυτές αποτελούν the last legacy του σοβιετικού απολυταρχικού καθεστώτος». Βλ. την ανάλυση της Sabine Freizer, υπεύθυνη για ζητήματα Καυκάσου του International Crisis Group στο «It’s dangerous to tease a bear», International Herald Tribune, 10-5-2005.

[37] Βλ. δηλώσεις του στην International Herald Tribune, 1-4-2007.


[1] Βλ. “Special Report, America and Europe”, The Economist, 9-6-2001, σ. 27.

[2] Ibid.

[3] Τον Απρίλιο του 2008 81% των Αμερικανών πίστευαν ότι η χώρα δεν κινείται στο σωστό δρόμο. Το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 69% το 2007 και 35% το 2002. Βλ. «81% in Poll Say Nation Is Headed on the Wrong Track», The New York Times, 4-4-2008.

[4] Βλ. «Bush Warns Against Shrinking Global Role», Washington Post, 1-2-2006.

[5] Βλ. Π. Κονδύλης, Από τον 20ο στον 21ο Αιώνα, τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, Θεμέλιο, Αθήνα, 1998, σ. 139.

[6] Βλ.William Wohlforth, “U. S. Strategy in a Unipolar World” στο G. Ikenberry (ed.), America Unrivaled, the future of the balance of power, Cornell University Press, Ithaca, 2002, σ. 98.

[7] Ibid.

[8] Η Κίνα διαθέτει το ένα πέμπτο του αμερικανικού ΑΕΠ, ενώ η Ινδία ακόμα λιγότερο. Βλ. “Essay: America watch H.D.S.», The Boston Globe, 6-2-2007.

[9] Βλ. “Essay: America watch H.D.S.», ibid.

[10] Βλ. John Mearsheimer, Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, ο., π. σσ. 92-99.

[11] Πέραν αυτού ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η αμερικανική ισχύς και η προσπάθεια εδραίωσης μίας παγκόσμιας και όχι απλά περιφερειακής ηγεμονίας εύλογα δημιουργεί προβληματισμό ακόμα και στις ίδιες τις ΗΠΑ. Στο έργο του Taming American Power: The Global Response to U.S. Primacy ο Stephen Walt εκτιμά ότι η μεγαλύτερη πρόκληση για τις ΗΠΑ είναι η νομιμοποίηση της δράσης τους. Από την πλευρά των συμμάχων των ΗΠΑ εκφράζεται δυσφορία για τη διεθνή συμπεριφορά της Ουάσινγκτον, ωστόσο αυτή θεμελιώνεται με βάση το ουτοπικό διάβημα να εισακουστούν ελλείψει επαρκούς εξισορροπητικής ισχύος. Ουσιαστικά οι Ευρωπαίοι ζητούν από τις ΗΠΑ να μην χρησιμοποιήσουν την ισχύ τους και να δράσουν με αλτρουιστικά κίνητρα. Ο Stephen Walt αναγνωρίζει το πρόβλημα και επισημαίνει ότι «ακόμα και οι στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ αναζητούν τρόπους να τιθασεύσουν την αμερικανική ισχύ. Πολλές χώρες φοβόνται τη δύναμη των ΗΠΑ για αυτό έχουν επινοήσει στρατηγικές για να την διαχειριστούν και να την περιορίσουν…Οι ΗΠΑ θα πρέπει να καταστήσουν τον κυρίαρχο ρόλο τους αποδεκτό από τους άλλους, να χρησιμοποιήσουν με φειδώ τη στρατιωτική τους ισχύ, να ενισχύσουν τη συνεργασία με συμμάχους κλειδιά και πάνω από όλα να οικοδομήσουν εκ νέου το διεθνές τους προφίλ». Βλ. Stephen M. Walt, «Taming American Power», Foreign Affairs, September/October 2005.

[12] Βλ. “Clinton’s First Years”, Foreign Affairs, January/February 1994.

[13] Βλ. Condoleeza Rice, «Campaign 2000: Promoting the National Interest», ο., π.

[14] Ο στόχος αυτός τέθηκε με την Joint Statement on the Fight Against Terrorism κατά τη διάρκεια της 10ης Συνόδου ΕΕ-Ρωσίας που έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες στις 11-11-2002.

[15] Βλ. Richard Haass, «What to Do With American Primacy», Foreign Affairs, September / October 1999.


[1] Για το Λειτουργισμό βλ. τη διεξοδική ανάλυση στο Π. Ήφαιστος, Θεωρία Διεθνούς και Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, Ποιότητα, Αθήνα, 2000. Ακόμα George Voskopoulos, Transatlantic Relations and European Integration, realities and dilemmas, ICFAI University Press, Hyderabad, 2006.

[2] Για μία ολοκληρωμένη ανάλυση βλ. Walter Russell Mead, God and Gold: Britain, America, and the Making of the Modern World, Knopf, 2007.

[3] Βλ. Joseph Nye, Ήπια ισχύς, Παπαζήσης, Αθήνα, 2005, σ. 18.


[1] Βλ. την ανάλυση του Richard Falk, καθηγητή του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο «Μια αποτίμηση της κρίσης στη Γεωργία», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 21-8-2008.

[2] Βλ. John Mearsheimer, Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, Ποιότητα, Αθήνα, 2007.

[3] Ibid, σ. 26.

[4] Για μία ενδελεχή ανάλυση βλ. Γ. Βοσκόπουλος, Εξωτερική Πολιτική, Στρατηγική και Άμυνα, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2008.

[5] Βλ. American Grand Strategy: Global Security in the 21st Century—the Role of the United States, March 7, 2006, Council on Foreign Relations, “The Case for Goliath: How America Acts as the World’s Government in the 21st Century”.

[6] Σύμφωνα με τον Mandelbaum, «ακριβώς όπως οι εθνικές κυβερνήσεις παρέχουν αυτά που αποκαλούμε δημόσια αγαθά, ακριβώς όπως οι εθνικές κυβερνήσεις παρέχουν ενέργεια έτσι και οι ΗΠΑ λειτουργούν ως ο εγγυητής των ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών παρέχοντας το πλέον στρατηγικό αγαθό για τις οικονομίες τους, το πετρέλαιο».


[1] Βλ. George Voskopoulos, “U.S., Terrorism, International Security and Leadership: Toward a U.S.-EU-Russia Security Triangle” στο James Mitchell (ed.). American Government and Politics in Focus, volume 1, Whittier Publishers, New York, 2004.

[2] Βλ. Ronald D. Asmus, «Europe’s Eastern Promise», Foreign Affairs, January / February 2008

[3] Οι Stefan Halper και Jonathan Clarke αναδεικνύουν το ρόλο των ακραίων νέο-συντηρητικών στη διαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και τον τρόπο που οδηγεί σε σύγκρουση σε διεθνές επίπεδο. Αυτό συμβαίνει καθώς η αμερικανική ηγεσία υπερκάλυψε τις διαχρονικές αρχές της διπλωματικής πρακτικής των ΗΠΑ με αποτέλεσμα «μία μη εκλεγμένη ομάδα δεξιών διανοούμενων να καθορίζει την αμερικανική εξωτερική πολιτική σε βάρος των ίδιων των ΗΠΑ» αλλά και της διεθνούς ασφάλειας. Βλ. Stefan Halper & Jonathan Clarke, America Alone, The Neo-Conservatives and the Global Order, Cambridge University Press, Cambridge, 2004.

[4] Αυτόν τον ιεραποστολικής υφής στόχο είχε ουσιαστικά θέσει και ο Hans Morgenthau περιγράφοντας «την αποστολή των ΗΠΑ εκτός συνόρων». Όπως υπογράμμισε, «στόχος της αμερικανικής πολιτικής δεν είναι απλά η επίτευξη συνθηκών ισότητας και ελευθερίας μεταξύ των Αμερικανών αλλά και η υιοθέτηση αυτού του μοντέλου από ολόκληρη την ανθρωπότητα». Βλ. Hans Morgenthau, The Purpose of American Politics, Vintage, New York, 1960, σ. 99.


[1] Βλ. Γ. Βοσκόπουλος, Η Οικοδόμηση της Ευρώπης, ειρήνη, συμφιλίωση, συνεργασία, ολοκλήρωση, Ποιότητα, Αθήνα, 2008, κεφάλαιο 6.

[2] Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι καταγράφεται μία σύγκρουση ιδεολογιών μεταξύ Δύσης και Ισλάμ. Βλ. Zeyno Baran, «Fighting the War of Ideas», Foreign Affairs, November/December 2005.

[3] Βλ. την ανάλυση του Pierre Bourdieu, “Να αποκτήσει νόημα η ένωση, Για ένα ευρωπαϊκό κίνημα”, Ελευθεροτυπία / Le Monde Diplomatique, 13-6-1999.

[4] Βλ. Lilia Shevtsova,

http://www.the-american-interest.com/ai2/article.cfm?Id=338&MId=16

[5] Βλ. «Bush backs Ukraine on Nato bid», BBC News, http://news.bbc.co.uk/go/pr/fr/-/2/hi/europe/7324035.stm, 1-4-2008.

[6] Βλ. «Bush backs Ukraine on Nato bid», ibid.  


[1] Βλ. Condoleeza Rice, «Campaign 2000: Promoting the National Interest», Foreign Affairs, January / February 2000.

[2] Βλ. Michael Brown (ed.), America’s Strategic Choices, The MIT Press, Massachussetts, 2000.

A Conflict Explained : India-China Border Dispute

Journal of Political Science and Public Affairs

https://t.co/RUsCeZxAcP

The changing map of the Caucasus – The creation of Nagorno Karabakh

Le Monde diplomatique

Nikolaus von Seidlitz’s interpretation of the Caucasus, published in 1881, revealed the region’s long history of diversity and friction. It still aids understanding of the tensions between Georgia, Armenia and Azerbaijan.

https://mondediplo.com/2021/02/09caucasus

Η Ρωσία ως προσδιοριστικός παράγοντας της ευρωπαϊκής ασφάλειας: εκφάνσεις μιας ιδιόμορφης αλληλεξάρτησης / Russia as a defining factor of European security

Διπλωματική εργασία–Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Επιβλέπων καθηγητής>Γ. Βοσκόπουλος

MA Dissertation I supervised

https://dspace.lib.uom.gr/handle/2159/18680

Ελληνο-τουρκικές Σχέσεις – Οδεύοντας προς τις Εκλογές 2023, αρχειακό υλικό-Greek – Turkish relations in retrospective

Μια ιστορική καταγραφή δηλώσεων, θέσεων, παρεμβάσεων et al. Το αρχείο θα ενημερώνεται διαρκώς

Statements, articles, positions et al (will be updated on a regular basis)

Turkey and NATO, George Voskopoulos

SHARNOFF ERDOGAN

Οι διαφορές στο Αιγαίο χωρίς προκαταλήψεις! Η τουρκική άποψη στα ελληνικά! από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ

ΗΠΑ – Βουλευτές σε Μπάιντεν: Μην ανταμείψεις με F -16 τον Ερντογάν Παραβιάζει την κυριαρχία Ελλάδας, Κύπρου

06/2022

ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 2010 ΜΟΛΥΒΙΑΤΗΣ ΓΙΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΝ

“Εγώ δεν υπογράφω εδώ ούτε λογαριασμό ξενοδοχείου”

George Voskopoulos, Geo-political, Geo-economic and Geo-cultural Elements of post-Kemalist Turkish Activism

N. Κοτζιάς για συνεκμετάλλευση

Απομυθοποίηση με αυτοχειρία

2013-ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Ο καθηγητής κ πρώην υφυπουργός Εξωτερικών Χρήστος Ροζάκης κατά την παρουσίαση του βιβλίου του «Η ΑΟΖ και το Διεθνές Δίκαιο», ενώπιον όλης της ηγεσίας του ΥΠΕΞ, είπε ότι «τα πράγματα στην ανατολική λεκάνη δεν είναι σαφή κ ότι δεν θα μπορούσε να δεχθεί απόλυτα ότι τα ελληνικά νησιά εκεί (δηλ. το Καστελόριζο) έχουν τόσο ισχυρά δικαιώματα ώστε να αποκλείσουν την Τουρκία»

ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Η γκρίζα παγίδα

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 2009

Του ΘΑΝΑΣΗ ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΕ, Ρωσία, ΗΠΑ: H πολυμορφία της νέας πολικότητας-2012

Γ. Βοσκόπουλος, αναπλ. καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών, Τμήμα ΔΕΣ, ΠΑΜΑΚ

The EU, Russia and the USA:the multiformity of the new world system polarity

https://www.researchgate.net/publication/359437689_EE_Rosia_EPA_H_polymorphia_tes_neas_polikotetas-2012_The_EU_Russia_and_the_USAthe_multiformity_of_the_new_world_system_polarity

‘Blue Homeland’ & the Irredentist Future of Turkish Foreign Policy

“The “blue homeland” is an irredentist concept”

via WAR ON THE ROCKS

Κριτική της ΝΔ για τη μυστική διπλωματία

ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

*Ωστόσο το ίδιο ζήτημα τέθηκε για τη συνάντηση Κ. Μητσοτάκη και Τ. Ερντογάν. Η ατζέντα παρέμεινε μυστική

Turkey :Jihad against Cyprus

GATESTONE INSTITUTE, 28/6/2022

https://www.gatestoneinstitute.org/18633/turkey-jihad-cyprus

Αρχείο – Συνάντηση Α. Παπανδρέου – Τ. Ερντογαν στο Ερζερούμ

Γ. Βοσκόπουλος, Τουρκική στρατηγική: συνέχεια, διεθνοπολιτική κανονικότητα και ελληνική αφέλεια

*Δημοσιεύτηκε στο http://slpress.gr 9/7/20

https://www.academia.edu/43676159/%CE%A4%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%BA%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%AD%CF%87%CE%B5%CE%B9%CE%B1_%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B1%CF%86%CE%AD%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%B1

ΑΡΧΕΙΟ

Ελλάδα – Τουρκία και Συνθήκες Σημίτης – Ντεμιρέλ

Ιούλιος 2019. Ο Ν. Δένδιας μιλά ανοιχτά για συνεκμετάλλευση σε συνέντευξη του στο BLOOMBERG

Αρχείο

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 1999

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 2000

ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ

Σχέσεις Τουρκίας – Ιράκ – Συρίας και υδάτινοι πόροι (αρχείο)

Turkey’s Neo-Ottomanist Moment – A Eurasianist Odyssey



ΜΟΕ κ κόκκινες γραμμές,οριοθετώντας την έννοια του αδιαπραγμάτευτου-draft
Confidence Building Measures+Red Lines:Defining the Concept of Non-negotiable NationalInterest
>Δέσμη ιδεών από το παρελθόν



https://www.researchgate.net/publication/355021259_MOE_kai_kokkines_grammes_oriothetontas_ten_ennoia_tou_adiapragmateutou-draft_Confidence_Building_Measures_and_Red_Lines_Defining_the_Concept_of_Non-negotiable_National_Interest

ΑΡΧΕΙΟ

Συνάντηση Παπανδρέου – Τζεμ 2010

George Voskopoulos, Conceptualization of Turkish Neo-Ottomanism: organizational, operational and strategic aspects of a neo-revisionist strategy

https://www.researchgate.net/publication/343240542_Conceptualization_of_Turkish_Neo-Ottomanism_organizational_operational_and_strategic_aspects_of_a_neo-revisionist_strategy

Greece geopolitics and the Mediterranean

G. Voskopoulos -Chapter contribution, Palgrave MacMillan available at Berkeley Library

https://www.researchgate.net/publication/309917475_Greece_in_the_Emerging_Eastern_Mediterranean_Security_Sub-System_The_Capabilities-Expectations-Motivation_Gap_2017